Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2012

Τι Μέλλει Γενέσθαι με τις ΑΠΕ και τα Feed-in Tariffs;


Όπως είναι γνωστό, το ΥΠΕΚΑ έχει αποφασίσει να προχωρήσει σε μειώσεις των εγγυημένων τιμών στις ΑΠΕ (feed-in tariffs) εντός του 2012, με έμφαση στις ταρίφες των φωτοβολταϊκών. Παράλληλα, άμεση θα είναι η αύξηση του Ειδικού Τέλους ΑΠΕ, προκειμένου να στηριχθεί ο ελλειμματικός προϋπολογισμός του ΔΕΣΜΗΕ. Τι μέλλει γενέσθαι λοιπόν για τη συνέχεια με άξονα το 2020, αν συνυπολογίσουμε και την οικονομική κρίση;
Το πρόβλημα όμως υπάρχει από καιρό και δεν παρουσιάσθηκε ξαφνικά, ενώ όσο αυξάνεται η διείσδυση των ΑΠΕ με την πορεία που ακολουθούν κατά το θεσμικό πλαίσιο και τους στόχους, τόσο γρήγορα θα αυξάνεται και η επιβάρυνση στους καταναλωτές. Ο δισταγμός του ΥΠΕΚΑ και η μετάθεση του χρόνου για την αντιμετώπιση του προβλήματος καθιστά επαχθέστερο το φορτίο για τους καταναλωτές και την οικονομία, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι συμβάσεις έχουν διάρκεια 20 ή και 25 χρόνια. Για αυτό το λόγο, πριν φθάσει στις αυξήσεις έπρεπε να έχει γίνει το πρώτο βήμα με ένα εξορθολογισμό των τιμολογίων ΑΠΕ χρησιμοποιώντας και την ευρωπαϊκή εμπειρία.
Με την αύξηση του Τέλους ΑΠΕ και τις αυξήσεις στα τιμολόγια της ΔΕΗ, για άλλη μια φορά καλείται ο καταναλωτής να φορτωθεί το βάρος από την πορεία του ηλεκτρικού τομέα. Μια πρώτη παρατήρηση είναι ότι οι αυξήσεις αυτές θα μπορούσαν να είχαν αποφασιστεί σε ένα χρονικό βάθος, δηλαδή να εφαρμόζονταν σταδιακά και όχι μονομιάς. Από εκεί και πέρα, το 2012 κρίνεται ως αρκετά δύσκολο για το ΥΠΕΚΑ, το οποίο καλείται να ξελασπώσει τον ΔΕΣΜΗΕ μέχρι τις αρχές του 2013, όταν και θα αρχίσει η ΔΕΗ να πληρώνει δικαιώματα εκπομπών. Στην ουσία όμως, οι υψηλές ταρίφες των φωτοβολταϊκών συμβάλλουν στο πρόβλημα, τη στιγμή που σε άλλες, πιο ώριμες αγορές του εξωτερικού αποφασίστηκαν μειώσεις των εγγυημένων τιμών σε βάθος χρόνου, ώστε να προσαρμοστεί ο κλάδος εγκαίρως.
Οι σύνδεσμοι των ΑΠΕ υπογράμμισαν πρόσφατα ότι ο τρόπος υπολογισμού του ειδικού Τέλους είναι στρεβλός, αλλά δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι οι ίδιες οι ταρίφες ευθύνονται για το μεγαλύτερο μέρος του προβλήματος και σε τελική ανάλυση σημασία έχει ότι ο ΔΕΣΜΗΕ πρέπει να πληρώσει τους παραγωγούς δίχως καθυστερήσεις. Αυτό που λογικά θα πρέπει να περιμένουμε από την κυβέρνηση φέτος, με βάση τα δείγματα γραφής, αν όχι μια συνολική αναθεώρηση του ρυθμιστικού πλαισίου, τουλάχιστο απλά μια μείωση των επιδοτήσεων, η οποία και προέχει, δεδομένης της ωρίμανσης της τεχνολογίας σε ορισμένες κατηγορίες ΑΠΕ. Εάν συνδυασθεί ο εξορθολογισμός των τιμολογίων με την απλοποίηση των διαδικασιών, οι οποίες σήμερα οδηγούν σε παράλογες καθυστερήσεις και αυξημένο κόστος αφού ανθεί η εμπορία αδειών επιβαρύνοντας τις επενδύσεις, η αγορά των ΑΠΕ θα αναπτύσσονταν με καλύτερους ρυθμούς.
Σε ένα μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, δεν είναι εμφανές πότε ακριβώς θα κατορθώσουν οι ΑΠΕ να γίνουν ανταγωνιστικές ώστε να μην χρειάζονται πλέον τις επιδοτήσεις. Ορισμένες μελέτες που έχουν γίνει τοποθετούν την ημερομηνία αυτή κοντά στο 2015, ενώ άλλες προς το 2020. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι και στα αμέσως επόμενα χρόνια θα υπάρχει η ανάγκη για στήριξη των επενδύσεων, οπότε το ερώτημα είναι με ποιον ρυθμό θα πρέπει να μειώνονται οι ταρίφες ώστε να παραμείνει υγιής η αγορά και να μην ασκηθεί υπερβολικό βάρος στους καταναλωτές. Σε μερικές χώρες οι ΑΠΕ άρχισαν να συμμετέχουν στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ σε άλλες τα τιμολόγια των ΑΠΕ σχεδιάζονται έτσι ώστε σύντομα οι ΑΠΕ να συμμετέχουν στην ανταγωνιστική αγορά χωρίς να περιμένουν μια εικοσαετία με συνέπειες στους καταναλωτές. Επομένως, η σχεδίαση του τιμολογίου κατά κανόνα ερμηνεύει την πολιτική του ΥΠΕΚΑ αφού αυτό αποτελεί το κατάλληλο εργαλείο για την ανάπτυξη των ΑΠΕ που θα τις οδηγήσει στην ανταγωνιστική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας προς όφελος των καταναλωτών και της οικονομίας. 
Η κυβέρνηση και οι αρμόδιοι φορείς πάντως, θα πρέπει να προετοιμαστούν σιγά-σιγά για μια νέα εποχή στην αγορά των ΑΠΕ, δίχως επιδοτήσεις. Προς αυτή την κατεύθυνση θα χρειαστεί μια ευρεία διαβούλευση με όλους τους εμπλεκόμενους και μια σοβαρή αναθεώρηση του ρυθμιστικού πλαισίου με γνώμονα την ενίσχυση της οικονομίας και το συμφέρον των καταναλωτών σε συνδυασμό με τον εθνικό στόχο του 2020, αλλά και του 2030, όταν αυτός καθοριστεί.
Πηγή energia.gr 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου