γράφει ο Άγις Δήγκας*
Στις 27 Ιανουαρίου του τρέχοντος έτους, ο Ρώσος υπουργός Ενέργειας Αλεξάντερ Νόβακ συναντήθηκε με μια ομάδα ρωσικών πετρελαϊκών εταιρειών για να συζητήσουν τα τεκταινόμενα στην εγχώρια και παγκόσμια αγορά ενέργειας. Στο τέλος της συνάντησης αυτής ανακοινώθηκε ότι η Ρωσία είναι έτοιμη να συζητήσει μια περικοπή στην εξόρυξη πετρελαίου και φυσικού αερίου της τάξης του 3-5% σε μια ενδεχόμενη συνάντηση με τον Οργανισμό Πετρελαιοπαραγωγών Εξαγωγών Κρατών (πιο γνωστό ως ΟΠΕΚ), τον Φεβρουάριο.
Εκ πρώτης όψεως, η Ρωσία φάνηκε διατεθειμένη να μειώσει την παραγωγή της κατά 300.000-500.000 βαρέλια/ημέρα και μάλιστα η αντίδραση των αγορών ήταν τόσο άμεση, ώστε η τιμή του πετρελαίου αυξήθηκε κατά 8% αμέσως μετά τα σχόλια. Ωστόσο, σε μια δεύτερη ανάγνωση, λαμβάνοντας υπόψιν την ιστορία της συνεργασίας Ρωσίας - ΟΠΕΚ, η οποία ελάχιστα επιτεύγματα έχει να επιδείξει, είναι εύκολο κανείς να κατανοήσει ότι μια τέτοια συμφωνία απέχει πολύ από το να είναι επιτυχείς. Με μια γρήγορη ανάγνωση, θα μπορούσε κανείς να πει ότι η Ρωσία, μέσα στην ολοένα και αυξανόμενη οικονομική της ασφυξία, διέρρευσε τα σχόλια για να δει τις τιμές του πετρελαίου να αυξάνονται, έστω και ευκαιριακά.
Η Ρωσία, σε περιόδους χαμηλών τιμών πετρελαίου, ενθαρρύνει συστηματικά τον ΟΠΕΚ να προβεί σε μειώσεις παραγωγής και εξόρυξης, ενώ την ίδια στιγμή υπόσχεται αντίστοιχες μειώσεις στις εξαγωγές της, τις οποίες όμως δεν πραγματοποιεί ποτέ. Μετά από απόφαση του ΟΠΕΚ το 1997 για αύξηση της παραγωγής και σε συνδυασμό με την μείωση της ζήτησης πετρελαίου σε Ασία και Ρωσία, λόγω οικονομικών συγκυριών, η τιμή του πετρελαίου υποχώρησε από το τότε υψηλό των $25 ανά βαρέλι, στα $10 ανά βαρέλι, στα τέλη του 1998. Η άμεση αντίδραση του ΟΠΕΚ ήταν να ζητήσει περιορισμό της παραγωγής από τους παραγωγούς εντός και εκτός του οργανισμού. Πράγματι, τον Μάρτιο του 1999, τέσσερις ακόμα χώρες (Νορβηγία, Ρωσία, Μεξικό και Ομάν) εκτός του ΟΠΕΚ, ανακοίνωσαν μια συνολική μείωση της τάξης των 2.100.000 βαρελιών/ημέρα, εκ των οποίων η συνεισφορά των μη-ΟΠΕΚ παραγωγών έπρεπε να είναι 388.000 βαρέλια. Η Ρωσία υποσχέθηκε μείωση 7% της παραγωγής της (περίπου 100.000 βαρέλια/ημέρα), αλλά στην πραγματικότητα η ρωσική παραγωγή συνέχισε να αυξάνεται σταθερά, κατά την διάρκεια του υπόλοιπου έτους.
Το 2001 ακόμα μία κρίση τάραξε τα νερά των ενεργειακών αγορών. Οι τιμές από τα $36 ανά βαρέλι, μετά την επίθεση στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου της Νέας Υόρκης κατρακύλησαν στα $20 ανά βαρέλι, την ίδια στιγμή που η παγκόσμια οικονομία έμπαινε σε βαθιά ύφεση. Ο ΟΠΕΚ υποσχέθηκε μείωση της παραγωγής της τάξεως των 1.500.000 βαρελιών/ημέρα, με την προϋπόθεση όμως ότι οι χώρες εκτός ΟΠΕΚ θα μείωναν και αυτές την παραγωγή τους κατά 500.000 βαρέλια/ημέρα. Η συγκεκριμένη πρόταση του ΟΠΕΚ είχε ως στόχο σε πολύ μεγάλο βαθμό την Ρωσία, όπου ιδιωτικές εταιρείες, όπως η «Yukos» και η «Sibneft» αύξαναν την παραγωγή τους συστηματικά, από την οικονομική κρίση του 98-99. Αξίζει να αναφερθεί ότι η συνολική ρωσική παραγωγή είχε αυξηθεί από το χαμηλό των 6.000.000 βαρελιών/ημέρα τον Ιανουάριο του 1999, στα 7.300.000 βαρέλια/ημέρα το Νοέμβριο του 2001, αναγκάζοντας τον ΟΠΕΚ να παραχωρήσει μερίδιο της παγκόσμιας αγοράς. Ωστόσο, ήταν η Νορβηγία με παραγωγή 3,4 εκατομμυρίων βαρελιών/ημέρα, που υποσχέθηκε περικοπές της τάξης των 100.000-200.000 βαρελιών, ενώ η Ρωσία, με διπλάσια παραγωγή περιέκοψε μόνο 30.000 βαρέλια.
Η διετία 2008-09 στιγματίστηκε από μια ακόμα απότομη βουτιά των τιμών του πετρελαίου, όπου από το υψηλό των $147 ανά βαρέλι, έπεσε στα $39 σε μόλις 6 μήνες, δημιουργώντας ακόμα μεγαλύτερη τριβή μεταξύ Ρωσίας και ΟΠΕΚ. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Igor Sechin, ο αναπληρωτής πρωθυπουργός της Ρωσικής Συνομοσπονδίας αρμόδιος για θέματα ενέργειας, ο οποίος παρευρέθηκε σε τρεις συνεχόμενες συνεδριάσεις του ΟΠΕΚ ως παρατηρητής, ενθάρρυνε την περαιτέρω μείωση της παραγωγής εκ μέρους του οργανισμού, δίνοντας υποσχέσεις σημαντικής βοήθειας από την ρωσική μεριά. Για την ακρίβεια, ισχυρίστηκε ότι η Ρωσία είχε μειώσει την παραγωγή και τις εξαγωγές της το 2009, την ίδια στιγμή που στην πραγματικότητα, οι ρωσικές εξαγωγές αυξάνονταν κατά 700.000 βαρέλια/ημέρα.
Από τα παραπάνω, καθίσταται σαφές ότι η Ρωσία έχει υιοθετήσει ιστορικά μια πιο αδιάλλακτη στάση, σε αντίθεση με τον ΟΠΕΚ και κυρίως την Σαουδική Αραβία, η οποία είναι πάντα ο πρώτος που θα αντιδράσει σε μια ενδεχόμενη ενεργειακή κρίση και θα μειώσει τα επίπεδα παραγωγής για να εξισορροπηθούν οι αγορές. Για να είμαστε όμως δίκαιοι, υπάρχει και ένας πρακτικός λόγος που οι ρωσικές εταιρείες δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν τόσο άμεσα στις διακυμάνσεις των αγορών. Η ικανότητά τους να περιορίσουν την παραγωγική τους ικανότητα είναι περιορισμένη, καθώς με τις θερμοκρασίες που επικρατούν στις στέπες της Σιβηρίας, υπάρχει σοβαρότατος κίνδυνος ανεπανόρθωτης ζημιάς, στις τεχνολογικές υποδομές των γεωτρήσεων. Το παραπάνω βέβαια, δεν αναιρεί το γεγονός ότι η Ρωσική Συνομοσπονδία αρέσκεται περισσότερο να απολαμβάνει τις ωφέλειες από τις αυξήσεις των τιμών, που δημιουργούν οι σαουδαραβικές περικοπές, από το να δημιουργήσει ένα ρυθμιστικό πλαίσιο για την αντιμετώπιση αντίστοιχων καταστάσεων.
Το επιχείρημα της «Σιβηρίας» χρησιμοποιείται ολοένα και περισσότερο τελευταία, με τον Igor Sechin, διευθύνων σύμβουλο του ρωσικού ενεργειακού γίγαντα Rosneft, να το επικαλείται πρόσφατα, εκφράζοντας παράλληλα την σφοδρή αντίθεσή του στην επικείμενη μείωση της ρωσικής παραγωγής. Ένα ακόμα επιχείρημα του ήταν ότι η ελεύθερη οικονομία της Ρωσίας, δεν επιτρέπει μεγάλα περιθώρια κρατικής παρέμβασης, στις ολοένα διογκούμενες ιδιωτικές εταιρείες ενέργειας. Στην πραγματικότητα, αυτό δεν είναι και τόσο αληθές, καθώς πάνω από το 50% της εθνικής παραγωγής ελέγχεται από το κράτος, μέσω των συμμετοχών του, στις εταιρείες Rosneft, GazpromNeft και Bashneft.
Ένας εναλλακτικός τρόπος, με τον οποίο η Ρωσία θα μπορούσε να συμβάλει στην αμοιβαία μείωση της παγκόσμιας παραγωγής, θα ήταν να περιορίσει τις δραστηριότητες διάνοιξης νέων γεωτρήσεων, επιτρέποντας τη μερική γήρανση των υπαρχόντων γεωτρήσεων της Δυτικής Σιβηρίας. Οι νέες γεωτρήσεις που διανοίγονται στην ρωσική επικράτεια ανέρχονται περίπου σε 3.000 κάθε χρόνο, οι οποίες συνεισφέρουν 5%, ήτοι 500.000 βαρέλια/ημέρα στην συνολική ρωσική παραγωγή. Το να περικόψει ορισμένες από αυτές, μπορεί να μην καλύπτει στο σύνολο του το ποσοστό συνεισφοράς της Ρωσίας, στην παγκόσμια μείωση της παραγωγής, θα ήταν όμως μια κίνηση καλής θέλησης με άμεσα αποτελέσματα.
Παρόλα αυτά, η πιθανότητα να συμβούν τα παραπάνω είναι ιδιαίτερα χαμηλή, καθώς μια κυβερνητική οδηγία για περιορισμό των γεωτρήσεων, ενέχει πολλούς και ιδιαίτερα περίπλοκους κινδύνους, με απρόβλεπτες συνέργειες και για άλλους τομείς της ρωσικής οικονομίας. Για παράδειγμα, η GazpromNeft και η Bashneft πρόσφατα επένδυσαν σημαντικά ποσά σε νέες γεωτρήσεις και η μακροχρόνια εταιρική στρατηγική τους έχει βασιστεί σε αυτά τα δεδομένα.
Συμπερασματικά η Ρωσία, όπως και οι χώρες του ΟΠΕΚ, έχουν να διατηρήσουν μια πολύ λεπτή ισορροπία, ανάμεσα στην μείωση της παραγωγής με σκοπό την αύξηση των τιμών πετρελαίου και στο ρίσκο που απορρέει μια τέτοια μείωση για τις νέες επενδύσεις στον ενεργειακό κλάδο. Καθώς η κατάσταση των κρατών που δρουν στις παγκόσμιες ενεργειακές αγορές, παρομοιάζεται με το φαινόμενο των συγκοινωνούντων δοχείων, ο ανταγωνισμός με σκοπό την επίτευξη πρόσκαιρων κερδών θα λειτουργεί ανασταλτικά στην δημιουργία μιας “ win- win/ loose- loose situation”, όπου τα κράτη είτε θα κερδίζουν συνεργατικά, είτε θα επωμίζονται τις ζημίες αναλογικά! Μονομερείς στρατηγικές και ευκαιριακές κινήσεις πλουτισμού, δεν έχουν παρά να πέσουν στο κενό, από όποια μεριά και αν προέρχονται…
*Ο Άγις Δήγκας είναι ενεργειακός αναλυτής, απόφοιτος της σχολής Μηχανολόγων Μηχανικών του Ε.Μ.Π., έχει κάνει σεμινάρια πάνω στην ενεργειακή οικονομία και πολιτική, ενώ έχει δημοσιεύσει πλήθος άρθρων πάνω στην ενεργειακή διπλωματία και ασφάλεια. Επικοινωνία: agis.digkas@gmail.com
Στις 27 Ιανουαρίου του τρέχοντος έτους, ο Ρώσος υπουργός Ενέργειας Αλεξάντερ Νόβακ συναντήθηκε με μια ομάδα ρωσικών πετρελαϊκών εταιρειών για να συζητήσουν τα τεκταινόμενα στην εγχώρια και παγκόσμια αγορά ενέργειας. Στο τέλος της συνάντησης αυτής ανακοινώθηκε ότι η Ρωσία είναι έτοιμη να συζητήσει μια περικοπή στην εξόρυξη πετρελαίου και φυσικού αερίου της τάξης του 3-5% σε μια ενδεχόμενη συνάντηση με τον Οργανισμό Πετρελαιοπαραγωγών Εξαγωγών Κρατών (πιο γνωστό ως ΟΠΕΚ), τον Φεβρουάριο.
Εκ πρώτης όψεως, η Ρωσία φάνηκε διατεθειμένη να μειώσει την παραγωγή της κατά 300.000-500.000 βαρέλια/ημέρα και μάλιστα η αντίδραση των αγορών ήταν τόσο άμεση, ώστε η τιμή του πετρελαίου αυξήθηκε κατά 8% αμέσως μετά τα σχόλια. Ωστόσο, σε μια δεύτερη ανάγνωση, λαμβάνοντας υπόψιν την ιστορία της συνεργασίας Ρωσίας - ΟΠΕΚ, η οποία ελάχιστα επιτεύγματα έχει να επιδείξει, είναι εύκολο κανείς να κατανοήσει ότι μια τέτοια συμφωνία απέχει πολύ από το να είναι επιτυχείς. Με μια γρήγορη ανάγνωση, θα μπορούσε κανείς να πει ότι η Ρωσία, μέσα στην ολοένα και αυξανόμενη οικονομική της ασφυξία, διέρρευσε τα σχόλια για να δει τις τιμές του πετρελαίου να αυξάνονται, έστω και ευκαιριακά.
Η Ρωσία, σε περιόδους χαμηλών τιμών πετρελαίου, ενθαρρύνει συστηματικά τον ΟΠΕΚ να προβεί σε μειώσεις παραγωγής και εξόρυξης, ενώ την ίδια στιγμή υπόσχεται αντίστοιχες μειώσεις στις εξαγωγές της, τις οποίες όμως δεν πραγματοποιεί ποτέ. Μετά από απόφαση του ΟΠΕΚ το 1997 για αύξηση της παραγωγής και σε συνδυασμό με την μείωση της ζήτησης πετρελαίου σε Ασία και Ρωσία, λόγω οικονομικών συγκυριών, η τιμή του πετρελαίου υποχώρησε από το τότε υψηλό των $25 ανά βαρέλι, στα $10 ανά βαρέλι, στα τέλη του 1998. Η άμεση αντίδραση του ΟΠΕΚ ήταν να ζητήσει περιορισμό της παραγωγής από τους παραγωγούς εντός και εκτός του οργανισμού. Πράγματι, τον Μάρτιο του 1999, τέσσερις ακόμα χώρες (Νορβηγία, Ρωσία, Μεξικό και Ομάν) εκτός του ΟΠΕΚ, ανακοίνωσαν μια συνολική μείωση της τάξης των 2.100.000 βαρελιών/ημέρα, εκ των οποίων η συνεισφορά των μη-ΟΠΕΚ παραγωγών έπρεπε να είναι 388.000 βαρέλια. Η Ρωσία υποσχέθηκε μείωση 7% της παραγωγής της (περίπου 100.000 βαρέλια/ημέρα), αλλά στην πραγματικότητα η ρωσική παραγωγή συνέχισε να αυξάνεται σταθερά, κατά την διάρκεια του υπόλοιπου έτους.
Το 2001 ακόμα μία κρίση τάραξε τα νερά των ενεργειακών αγορών. Οι τιμές από τα $36 ανά βαρέλι, μετά την επίθεση στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου της Νέας Υόρκης κατρακύλησαν στα $20 ανά βαρέλι, την ίδια στιγμή που η παγκόσμια οικονομία έμπαινε σε βαθιά ύφεση. Ο ΟΠΕΚ υποσχέθηκε μείωση της παραγωγής της τάξεως των 1.500.000 βαρελιών/ημέρα, με την προϋπόθεση όμως ότι οι χώρες εκτός ΟΠΕΚ θα μείωναν και αυτές την παραγωγή τους κατά 500.000 βαρέλια/ημέρα. Η συγκεκριμένη πρόταση του ΟΠΕΚ είχε ως στόχο σε πολύ μεγάλο βαθμό την Ρωσία, όπου ιδιωτικές εταιρείες, όπως η «Yukos» και η «Sibneft» αύξαναν την παραγωγή τους συστηματικά, από την οικονομική κρίση του 98-99. Αξίζει να αναφερθεί ότι η συνολική ρωσική παραγωγή είχε αυξηθεί από το χαμηλό των 6.000.000 βαρελιών/ημέρα τον Ιανουάριο του 1999, στα 7.300.000 βαρέλια/ημέρα το Νοέμβριο του 2001, αναγκάζοντας τον ΟΠΕΚ να παραχωρήσει μερίδιο της παγκόσμιας αγοράς. Ωστόσο, ήταν η Νορβηγία με παραγωγή 3,4 εκατομμυρίων βαρελιών/ημέρα, που υποσχέθηκε περικοπές της τάξης των 100.000-200.000 βαρελιών, ενώ η Ρωσία, με διπλάσια παραγωγή περιέκοψε μόνο 30.000 βαρέλια.
Η διετία 2008-09 στιγματίστηκε από μια ακόμα απότομη βουτιά των τιμών του πετρελαίου, όπου από το υψηλό των $147 ανά βαρέλι, έπεσε στα $39 σε μόλις 6 μήνες, δημιουργώντας ακόμα μεγαλύτερη τριβή μεταξύ Ρωσίας και ΟΠΕΚ. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Igor Sechin, ο αναπληρωτής πρωθυπουργός της Ρωσικής Συνομοσπονδίας αρμόδιος για θέματα ενέργειας, ο οποίος παρευρέθηκε σε τρεις συνεχόμενες συνεδριάσεις του ΟΠΕΚ ως παρατηρητής, ενθάρρυνε την περαιτέρω μείωση της παραγωγής εκ μέρους του οργανισμού, δίνοντας υποσχέσεις σημαντικής βοήθειας από την ρωσική μεριά. Για την ακρίβεια, ισχυρίστηκε ότι η Ρωσία είχε μειώσει την παραγωγή και τις εξαγωγές της το 2009, την ίδια στιγμή που στην πραγματικότητα, οι ρωσικές εξαγωγές αυξάνονταν κατά 700.000 βαρέλια/ημέρα.
Από τα παραπάνω, καθίσταται σαφές ότι η Ρωσία έχει υιοθετήσει ιστορικά μια πιο αδιάλλακτη στάση, σε αντίθεση με τον ΟΠΕΚ και κυρίως την Σαουδική Αραβία, η οποία είναι πάντα ο πρώτος που θα αντιδράσει σε μια ενδεχόμενη ενεργειακή κρίση και θα μειώσει τα επίπεδα παραγωγής για να εξισορροπηθούν οι αγορές. Για να είμαστε όμως δίκαιοι, υπάρχει και ένας πρακτικός λόγος που οι ρωσικές εταιρείες δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν τόσο άμεσα στις διακυμάνσεις των αγορών. Η ικανότητά τους να περιορίσουν την παραγωγική τους ικανότητα είναι περιορισμένη, καθώς με τις θερμοκρασίες που επικρατούν στις στέπες της Σιβηρίας, υπάρχει σοβαρότατος κίνδυνος ανεπανόρθωτης ζημιάς, στις τεχνολογικές υποδομές των γεωτρήσεων. Το παραπάνω βέβαια, δεν αναιρεί το γεγονός ότι η Ρωσική Συνομοσπονδία αρέσκεται περισσότερο να απολαμβάνει τις ωφέλειες από τις αυξήσεις των τιμών, που δημιουργούν οι σαουδαραβικές περικοπές, από το να δημιουργήσει ένα ρυθμιστικό πλαίσιο για την αντιμετώπιση αντίστοιχων καταστάσεων.
Το επιχείρημα της «Σιβηρίας» χρησιμοποιείται ολοένα και περισσότερο τελευταία, με τον Igor Sechin, διευθύνων σύμβουλο του ρωσικού ενεργειακού γίγαντα Rosneft, να το επικαλείται πρόσφατα, εκφράζοντας παράλληλα την σφοδρή αντίθεσή του στην επικείμενη μείωση της ρωσικής παραγωγής. Ένα ακόμα επιχείρημα του ήταν ότι η ελεύθερη οικονομία της Ρωσίας, δεν επιτρέπει μεγάλα περιθώρια κρατικής παρέμβασης, στις ολοένα διογκούμενες ιδιωτικές εταιρείες ενέργειας. Στην πραγματικότητα, αυτό δεν είναι και τόσο αληθές, καθώς πάνω από το 50% της εθνικής παραγωγής ελέγχεται από το κράτος, μέσω των συμμετοχών του, στις εταιρείες Rosneft, GazpromNeft και Bashneft.
Ένας εναλλακτικός τρόπος, με τον οποίο η Ρωσία θα μπορούσε να συμβάλει στην αμοιβαία μείωση της παγκόσμιας παραγωγής, θα ήταν να περιορίσει τις δραστηριότητες διάνοιξης νέων γεωτρήσεων, επιτρέποντας τη μερική γήρανση των υπαρχόντων γεωτρήσεων της Δυτικής Σιβηρίας. Οι νέες γεωτρήσεις που διανοίγονται στην ρωσική επικράτεια ανέρχονται περίπου σε 3.000 κάθε χρόνο, οι οποίες συνεισφέρουν 5%, ήτοι 500.000 βαρέλια/ημέρα στην συνολική ρωσική παραγωγή. Το να περικόψει ορισμένες από αυτές, μπορεί να μην καλύπτει στο σύνολο του το ποσοστό συνεισφοράς της Ρωσίας, στην παγκόσμια μείωση της παραγωγής, θα ήταν όμως μια κίνηση καλής θέλησης με άμεσα αποτελέσματα.
Παρόλα αυτά, η πιθανότητα να συμβούν τα παραπάνω είναι ιδιαίτερα χαμηλή, καθώς μια κυβερνητική οδηγία για περιορισμό των γεωτρήσεων, ενέχει πολλούς και ιδιαίτερα περίπλοκους κινδύνους, με απρόβλεπτες συνέργειες και για άλλους τομείς της ρωσικής οικονομίας. Για παράδειγμα, η GazpromNeft και η Bashneft πρόσφατα επένδυσαν σημαντικά ποσά σε νέες γεωτρήσεις και η μακροχρόνια εταιρική στρατηγική τους έχει βασιστεί σε αυτά τα δεδομένα.
Συμπερασματικά η Ρωσία, όπως και οι χώρες του ΟΠΕΚ, έχουν να διατηρήσουν μια πολύ λεπτή ισορροπία, ανάμεσα στην μείωση της παραγωγής με σκοπό την αύξηση των τιμών πετρελαίου και στο ρίσκο που απορρέει μια τέτοια μείωση για τις νέες επενδύσεις στον ενεργειακό κλάδο. Καθώς η κατάσταση των κρατών που δρουν στις παγκόσμιες ενεργειακές αγορές, παρομοιάζεται με το φαινόμενο των συγκοινωνούντων δοχείων, ο ανταγωνισμός με σκοπό την επίτευξη πρόσκαιρων κερδών θα λειτουργεί ανασταλτικά στην δημιουργία μιας “ win- win/ loose- loose situation”, όπου τα κράτη είτε θα κερδίζουν συνεργατικά, είτε θα επωμίζονται τις ζημίες αναλογικά! Μονομερείς στρατηγικές και ευκαιριακές κινήσεις πλουτισμού, δεν έχουν παρά να πέσουν στο κενό, από όποια μεριά και αν προέρχονται…
*Ο Άγις Δήγκας είναι ενεργειακός αναλυτής, απόφοιτος της σχολής Μηχανολόγων Μηχανικών του Ε.Μ.Π., έχει κάνει σεμινάρια πάνω στην ενεργειακή οικονομία και πολιτική, ενώ έχει δημοσιεύσει πλήθος άρθρων πάνω στην ενεργειακή διπλωματία και ασφάλεια. Επικοινωνία: agis.digkas@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου