Η κυβέρνηση μοχθεί και τις άγιες ημέρες. Ετσι, τα Χριστούγεννα, τρεις υπουργοί έδωσαν συνέντευξη με θέμα τη θέρμανση και την αιθαλομίχλη. Από μια συνέντευξη χωρίς ουσία, αναμενόμενο ήταν ότι θα έμενε μόνο κάποια «εξυπνάδα» της στιγμής – το πετρέλαιο ως θερμαντικό της πισίνας. Το πλέον ενδιαφέρον ήταν ότι η ίδια κυβέρνηση που είχε εισηγηθεί στην τρόικα να μειωθεί ο ειδικός φόρος στο πετρέλαιο θέρμανσης, διά τριών υπουργών, εξήγησε πως αν η εισήγησή της είχε γίνει δεκτή, θα είχε ενισχυθεί το λαθρεμπόριο καυσίμων! Κατά τα λοιπά, οι συναρμόδιοι υπουργοί παρουσίασαν τα μέτρα που θα λαμβάνονται για την αιθαλομίχλη, κατά την κρίση των κατά τόπους περιφερειαρχών. Στην Αττική, από τον κ. Σγουρό - που τόσο «σεμνά» αυτές τις μέρες μας υπενθυμίζει την παρουσία του, στις φωτεινές επιγραφές των δρόμων, που πληρώνουμε εμείς.
Αλλά, πέρα από τα ευτράπελα και την απουσία μέτρου και αιδούς (που παρεπιδημούν στον δημόσιο βίο...) υπάρχει και το πρόβλημα. Η ουσία (και αυτού) του προβλήματος έγκειται στην απουσία συνεκτικού σχεδίου και στρατηγικής στην ενεργειακή πολιτική. Η χώρα μας διαθέτει ένα υπερπλήρες μείγμα ενεργειακών πόρων, αλλά το χρησιμοποιεί με τον χειρότερο τρόπο. Με συνέπεια, να εγκαθίσταται μονίμως η αιθαλομίχλη στις πόλεις (να αναπνέουμε δηλητήριο και τον χειμώνα, καλώντας τουρίστες να το μοιραστούν μαζί μας;), το υπερβολικό κόστος να συνθλίβει τη μεταποιητική παραγωγή (δεν αντισταθμίζεται ούτε από την εξαέρωση μισθών και τη διάλυση της αγοράς εργασίας...) και να πεθαίνουν άνθρωποι από μαγκάλια, ενώ έχουμε τον βραχύτερο χειμώνα στη Ευρώπη. Αναρωτιέμαι: Ετσι όπως λειτουργεί το σύστημα, τι θα συνέβαινε σε αυτή τη χώρα αν δεν βρισκόταν στο πιο ευλογημένο μέρος της γης; Αν βρισκόταν, π.χ. στην κεντρική ή στη βόρεια Ευρώπη;
Γιατί δεν υπάρχει σχέδιο; Γιατί δεν χωρά σε μια αποσπασματική πολιτική που προσομοιάζει μάλλον σε διευθετήσεις συμφερόντων.
Καταναλώνουμε 45% των ενεργειακών πόρων στις μεταφορές. Κι ενώ θα έπρεπε να είχαμε εισάγει έγκαιρα και διαδώσει τη χρήση ντίζελ (κανένας εισαγγελέας δεν θα ψάξει γιατί) την απαγορεύαμε με πρόσχημα την προστασία του περιβάλλοντος, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιείται μόνο κατά 3% περίπου, έναντι 45% στην άλλη Ευρώπη. Αλλο 45% καταναλώνεται για παραγωγή ηλεκτρισμού, με τεράστια σπατάλη. Μείναμε με παλιές μονάδες ηλεκτροπαραγωγής που έχουν απόδοση 20% (αντί για 50% στην άλλη Ευρώπη) και ρυπαίνουν την ατμόσφαιρα τόσο στα γκέτο της Πτολεμαΐδας και της Μεγαλόπολης όσο και σε τουριστικές περιοχές (Κρήτη, Ρόδος). Με γεωθερμία θα μπορούσαμε να ηλεκτροδοτούμε το μισό Αιγαίο, αλλά (εκτός της ραθυμίας και άλλων αντιδράσεων…) τα νησιά δεν είναι διασυνδεδεμένα. Εφόσον δεν είναι διασυνδεδεμένα, δεν αξίζουν γι’ αυτά οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας τον χειμώνα (διότι οι ανανεώσιμες πρέπει να συμπληρώνονται από άλλες πηγές...), τις οποίες ανανεώσιμες πηγές γενικώς επιδοτεί ο φορολογούμενος παχυλά – αυτή, ακριβώς, ήταν η μόνη «μεταρρύθμιση» που έγινε στην ενέργεια την τελευταία 10ετία...
Με καθυστέρηση αποφασίσαμε να εισάγουμε το φυσικό αέριο. Εισάγουμε 3 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα τον χρόνο, τα 2 από τη Ρωσία (0,5 δισ. από τους Αζέρους και 0,5 δισ. υγροποιημένο, από την Αλγερία). Αλλά η σύμβαση με τη Ρωσία προβλέπει ότι η τιμή του φυσικού αερίου υπολογίζεται σε συνάρτηση με την (ακριβή) τιμή του πετρελαίου, όχι με τη (φτηνή) τιμή του υγροποιημένου φυσικού αερίου – όπως πέτυχαν άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ετσι πληρώνουμε το φυσικό αέριο 30% ακριβότερο. Η Gazprom και ο προνομιούχος μεσάζων βγάζουν επιπλέον κέρδος της τάξης των 200 εκατ. δολ. τον χρόνο, η ΔΕΠΑ απολαμβάνει το μη διατιμημένο κέρδος του (πολυτελούς στη στελέχωση...) μεσάζοντα, ο ΔΕΣΦΑ και οι ΕΠΑ απολαμβάνουν περίπου 10% κέρδος έκαστος επί των επενδεδυμένων κεφαλαίων τους. Να ’ναι καλά η χώρα, να πληρώνει;
Δεν μπορεί να είναι καλά. Το φυσικό αέριο είναι ακριβό, η τιμή του ελάχιστα διαφέρει από την τιμή του πετρελαίου. Ετσι (α) γονατίζει μεταποιητικές επιχειρήσεις που το χρησιμοποιούν, (β) καθιστά ακριβό το ηλεκτρικό ρεύμα, από τα 2/3 του αερίου που εισάγουμε αναλώνονται στην ηλεκτροπαραγωγή, (γ) δεν συνιστά πραγματική εναλλακτική για τη θέρμανση των νοικοκυριών, αφενός λόγω τιμής, αφετέρου διότι δεν είναι καν διαθέσιμο σε πολλές περιοχές. Και, στη χειρότερη ώρα, όταν τα εισοδήματα είναι δραστικά μειωμένα ή πλήρως κατεστραμμένα λόγω ανεργίας, η κυβέρνηση εξομοιώνει φορολογικά το πετρέλαιο θέρμανσης με το πετρέλαιο κίνησης.
Πριν, στα χρόνια της οικονομικής μεγέθυνσης 4% ετησίως, όταν έπρεπε να γίνει η εξομοίωση, δεν έγινε. Τότε, καταναλώναμε «πετρέλαιο θέρμανσης» περισσότερο από τη Σουηδία και κάθε άνοιξη (μετά τον χειμώνα…) η ελληνική επαρχία σημείωνε ρεκόρ αγοράς «πετρελαίου θέρμανσης» που γινόταν πετρέλαιο κίνησης. Τότε επιδοτούντο οι πάντες. Τώρα, στην πράξη δεν επιδοτούνται ούτε αυτοί που έχουν μεγάλη ανάγκη. Η επιδότηση είναι τόσο ανεπαρκής ώστε δεν απορροφάται. Το λαθρεμπόριο καυσίμων περιορίστηκε σχετικά, αλλά παραμένει στη «δουλειά» και πλουτίζει με τα ναυτιλιακά καύσιμα. Τελικά, η ασκούμενη πολιτική πετυχαίνει να οξύνει την ανθρωπιστική κρίση, που βρίσκει τον δρόμο της (και) σε συνθήκες αιθαλομίχλης. Παραδόξως, η κυβέρνηση δείχνει να είναι ευτυχής επειδή υπόσχεται μια πρώτη διανομή ενός virtual πλεονάσματος – περίπου, ως πράξη φιλανθρωπίας. Ισως, γιατί δεν φαντάζεται τι κρύβει η «ομίχλη (που) πέφτει στις σκεπές»...
(από την εφη,ερίδα "Καθημερινή", 29/12/2013)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου