Είναι ανήκουστο να μη δημιουργείται ένα σύστημα κινήτρων που θα ανταμείβει την προσπάθεια για την υιοθέτηση βέλτιστων πρακτικών αλλά να αποζημιώνεται στο σύνολό του ένα απαρχαιωμένο και αντιπαραγωγικό σύστημα που βασίζεται στη χρήση κινητήρων diesel για την ηλεκτροπαραγωγή στα ελληνικά νησιά.
Τους τελευταίους μήνες έχει ενταθεί η δημόσια συζήτηση γύρω από το κόστος της ενέργειας στη χώρα μας και την ανάγκη της μείωσης του έτσι ώστε να αντιμετωπιστεί η ενεργειακή φτώχεια που αντιμετωπίζουν πολλά νοικοκυριά και να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων. Στον χώρο του ηλεκτρισμού η συζήτηση επικεντρώνεται σε μεγάλο βαθμό στο μηχανισμό των Αποδεικτικών Διαθεσιμότητας Ισχύος που λειτουργεί στην αγορά ηλεκτρισμού και κατά πόσο αυτός επιβαρύνει, και μάλιστα αδικαιολόγητα, το κόστος για την ηλεκτρική ενέργεια.
Για να μην δημιουργούνται όμως λανθασμένες εντυπώσεις στους πολίτες και μια αίσθηση ότι αδίκως πληρώνουν μέρος του λογαριασμού τους για ηλεκτρική ενέργεια, πρέπει να ξεκαθαριστούν ορισμένα βασικά σημεία όσον αφορά το θέμα αυτό. Καταρχάς πρέπει να ειπωθεί ότι ο μηχανισμός των Αποδεικτικών Διαθεσιμότητας Ισχύος (ΑΔΙ) λειτουργεί στην Ελλάδα από το 2005 και από τότε αποτελεί συμπλήρωμα της χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρισμού. Μέσω του μηχανισμού αυτού αμείβονται όλοι οι κατανεμόμενοι σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής, τόσο της ΔΕΗ όσο και των ιδιωτών παραγωγών, δηλαδή οι σταθμοί στους οποίους μπορεί να δώσει εντολή για το πώς θα λειτουργήσουν ο ΑΔΜΗΕ ως Διαχειριστής του Συστήματος Ηλεκτρισμού.
Ο μηχανισμός αυτός λοιπόν αμείβει τις λιγνιτικές μονάδες, τα μεγάλα υδροηλεκτρικά καθώς και τις μονάδες με καύσιμο το φυσικό αέριο για κάθε μεγαβάτ ισχύος το οποίο μπορούν αξιόπιστα να θέτουν στη διάθεση του ΑΔΜΗΕ μέσα στο έτος. Μέσω του μηχανισμού αυτού εξασφαλίζεται ότι θα υπάρχουν πάντα ενεργές στο Σύστημα εκείνες οι μονάδες που είναι απαραίτητες για την ασφάλεια εφοδιασμού της χώρας με ηλεκτρική ενέργεια κι ότι δεν θα γίνονται περικοπές ρεύματος στους καταναλωτές και μπλακ-άουτ. Στον ηλεκτρισμό η ενέργεια δεν είναι το μόνο προϊόν που πρέπει να είναι διαθέσιμο για να έχει ρεύμα ο καταναλωτής. Χρειάζεται να είναι διαθέσιμη ανά πάσα στιγμή και η απαιτούμενη ποσότητα ισχύος που θα μπορέσει να παράγει ή να μειώσει την απαραίτητη ποσότητα ενέργειας ανταποκρινόμενη στις μεταβολές της ζήτησης.
Στις μεταβολές της ζήτησης προσθέστε και τις διακυμάνσεις της παραγωγής των ΑΠΕ (αιολικά, φωτοβολταϊκά) τις οποίες πρέπει να καλύπτουν οι κατανεμομένες μονάδες. Αυτός είναι λοιπόν ο ρόλος των ΑΔΙ, η εξασφάλιση της ασφάλειας εφοδιασμού και της επάρκειας σε παραγωγικό δυναμικό.
Σε όλη την Ευρώπη έχει ξεκινήσει εδώ και χρόνια η συζήτηση κατά πόσο την ασφάλεια εφοδιασμού και την επάρκεια σε παραγωγικό δυναμικό μπορεί να την εξασφαλίσει η χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρισμού (energy-only market) ή χρειάζονται και μηχανισμοί αμοιβής ισχύος, όπως τα ΑΔΙ στην Ελλάδα, για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος. Σύμφωνα με τη θεωρία των απελευθερωμένων αγορών ηλεκτρισμού, τις ώρες της μεγάλης ζήτησης η τιμή στην χονδρεμπορική θα έπρεπε να αυξάνει πάρα πολύ έτσι ώστε με τα έσοδα που αποκομίζουν οι μονάδες παραγωγής να καλύπτουν, πέρα από το κόστος καυσίμου, και μέρος του κεφαλαιουχικού τους κόστους.
Η πραγματικότητα όμως των τελευταίων χρόνων στις αγορές ηλεκτρισμού είναι διαφορετική καθώς η μεγάλη διείσδυση των ΑΠΕ, που εισέρχονται κατά προτεραιότητα και με μηδενική τιμή στην χονδρεμπορική αγορά, έχει σχεδόν εξαφανίσει τις ώρες με πολύ υψηλή τιμή ενέργειας στην χονδρεμπορική αγορά αναδεικνύοντας το λεγόμενο «missing money problem». Στο γεγονός αυτό προσθέστε και τον ατελή ή ανύπαρκτο ανταγωνισμό σε αρκετές αγορές ηλεκτρισμού, ανάμεσά τους και στην ελληνική, που αποτρέπει την αποκάλυψη της πραγματικής υψηλής αξίας του ηλεκτρισμού τις ώρες μεγάλης ζήτησης.
Έτσι έχουμε μπροστά μας το δίδυμο των αιτιών που καθιστούν, τουλάχιστον για τα επόμενα χρόνια, απαραίτητη την ύπαρξη μηχανισμών αμοιβής ισχύος παράλληλα με την χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρισμού εάν θέλουμε να έχουμε τις απαραίτητες μονάδες που θα εξασφαλίζουν την επάρκεια ηλεκτρικής ενέργειας με σταθερά ποιοτικά χαρακτηριστικά σε εποχές που η στοχαστικότητα της ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ αποτελεί τον μεγαλύτερο πονοκέφαλο των Διαχειριστών των Ηλεκτρικών Συστημάτων. Είναι λοιπόν απαραίτητο να καταστεί κοινός τόπος η αναγκαιότητα της ανταμοιβής των ηλεκτροπαραγωγών για την επάρκεια ισχύος που προσφέρουν με αντίστοιχο τρόπο όπως ανταμείβονται για τη συνεισφορά για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου ή για τη βέλτιστη ενεργειακή αποδοτικότητα.
Την ανάγκη αυτή έχουν αναγνωρίσει κι άλλες χώρες της Ε.Ε. όπου λειτουργούν μηχανισμοί αμοιβής ισχύος, ενώ ακόμα και χώρες όπως η Γερμανία και η Μ. Βρετανία έχουν εντάξει στον σχεδιασμό τους τη δημιουργία ανάλογων μηχανισμών. Μάλιστα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για να μπορέσει να ελέγξει την ανάπτυξη αυτών των μηχανισμών και να τους ενσωματώσει στην πορεία για τη δημιουργία της ενιαίας αγοράς ηλεκτρισμού έχει παρουσιάσει προς συζήτηση σχέδιο κανόνων για τους όρους που πρέπει να πληρούν οι μηχανισμοί αυτοί. Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται η ένωση των Ευρωπαϊκών εταιρειών ηλεκτρισμού Eurelectric όσον αφορά τον σχεδιασμό των μελλοντικών αγορών ηλεκτρισμού. Γίνεται λοιπόν κατανοητό ότι ο ελληνικός μηχανισμός των ΑΔΙ δεν αποτελεί κάποια πρωτοτυπία ή ιδιαιτερότητα αλλά εντάσσεται στον ευρύτερο σχεδιασμό που θέλει να δώσει απάντηση στο θεμελιώδες ερώτημα πώς εξασφαλίζονται οι απαραίτητες επενδύσεις (υπάρχουσες και νέες) σε μια απελευθερωμένη αγορά ηλεκτρισμού με μια ταυτόχρονη μεγάλη διείσδυση κυμαινόμενων-διακοπτόμενων ΑΠΕ.
Αυτό που εντέλει πρέπει να ξεκαθαριστεί στους αναγνώστες είναι ότι τα ΑΔΙ δεν αποτελούν ένα επιπλέον κόστος στον λογαριασμό τους αλλά έρχονται να καλύψουν το σταθερό και το κεφαλαιουχικό κόστος των μονάδων παραγωγής. Το κόστος αυτό πάντα πληρωνόταν μέσω του λογαριασμού ηλεκτρικού ως μέρος της συνολικής δαπάνης για την παραγωγή της ενέργειας (στην Ελλάδα είναι μέρος του ανταγωνιστικού σκέλους του λογαριασμού ηλεκτρισμού).
Εάν καταργηθεί ο μηχανισμός των ΑΔΙ, για να εξοικονομηθούν 400 ή 500 ή 700 εκατ. ευρώ (ανάλογα με τους τυχαίους υπολογισμούς διαφόρων), υποθέτουμε ότι θα σταματήσουν οι προμηθευτές (δηλαδή σε ποσοστό 97% η ΔΕΗ - ο κλάδος της προμήθειας) να χρεώνουν τα αντίστοιχα ποσά στους καταναλωτές. Επομένως θα είναι ενδιαφέρον να δούμε με ποιον τρόπο θα καλύπτουν τα σταθερά έξοδα των σταθμών παραγωγής, έτσι ώστε αυτοί να μπορούν να παραμένουν ενεργοί, όχι τόσο οι ιδιώτες παραγωγοί αλλά κυρίως η ίδια η ΔΕΗ (ο κλάδος της παραγωγής), η οποία και σήμερα αποτελεί τον κύριο παραλήπτη των αμοιβών μέσω του μηχανισμού των ΑΔΙ. Πρέπει λοιπόν να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί και μελετημένοι όταν αποφασίζουμε να ασχοληθούμε με θέματα που αφορούν την ασφάλεια εφοδιασμού της χώρας σε ηλεκτρική ενέργεια και να μην αφήνουμε, στο πλαίσιο του επικρατούντος λαϊκισμού, να δημιουργούνται ψευδείς εντυπώσεις.
Κι επειδή δεν πρέπει να μείνει αναπάντητο το ερώτημα τι θα γίνει με το υψηλό κόστος ενέργειας στη χώρα μας, αυτό που πρέπει να τονιστεί, και πάλι, είναι ότι θα πρέπει να μειωθούν δραστικά οι τιμές με τις οποίες προμηθεύεται η χώρα φυσικό αέριο (τόσο για ηλεκτροπαραγωγή όσο και για οικιακή/βιομηχανική χρήση). Επιπλέον είναι αναγκαίο να μειωθούν οι υπέρμετροι φόροι στα ενεργειακά προϊόντα (ηλεκτρισμός, φυσικό αέριο, ντίζελ). Η τελευταία έκθεση της Eurelectric δείχνει χαρακτηριστικά ότι η Ελλάδα έχει την πέμπτη, μεταξύ των χωρών της Ε.Ε., μεγαλύτερη επιβάρυνση των βιομηχανικών τιμολογίων ηλεκτρισμού από φόρους και τέλη.
Ιδιαίτερη βαρύτητα θα έχει στην προσπάθεια αυτή η μείωση των ρυθμιζόμενων χρεώσεων στην ηλεκτροπαραγωγή όπως είναι τα τέλη ΥΚΩ και χρήσεως δικτύων μέσω της εισαγωγής μηχανισμού benchmarking. Είναι ανήκουστο να μη δημιουργείται ένα σύστημα κινήτρων που θα ανταμείβει την προσπάθεια για την υιοθέτηση βέλτιστων πρακτικών π.χ. για τη κάλυψη των ηλεκτρικών αναγκών των νησιών αλλά να αποζημιώνεται στο σύνολό του ένα απαρχαιωμένο και αντιπαραγωγικό σύστημα που βασίζεται στη χρήση κινητήρων diesel για την ηλεκτροπαραγωγή στα ελληνικά νησιά. Η διασύνδεση των νησιών, και ιδιαίτερα της Κρήτης, με το ηπειρωτικό Σύστημα θα οδηγήσει σε ετήσια εξοικονόμηση εκατοντάδων εκατ. ευρώ στους λογαριασμούς ηλεκτρικού, αφού θα πάψει η λειτουργία ακριβών και ρυπογόνων πετρελαϊκών μονάδων. Μόνο η διασύνδεση της Κρήτης θα μειώσει κατά 300 εκατ. ευρώ κάθε χρόνο τους λογαριασμούς ηλεκτρικού.
Προσθετικά στις αλλαγές αυτές πρέπει να υπάρξει και συγκράτηση του κόστους από τη διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα. Όπως σε όλον τον κόσμο, οι ΑΠΕ θα συνεχίσουν να αυξάνονται και στην Ελλάδα αλλά αυτό θα πρέπει να γίνει με βέλτιστη χρήση των μηχανισμών στήριξης των ΑΠΕ και σταδιακή ενσωμάτωση τους στους ανταγωνιστικούς μηχανισμούς της αγοράς. Ως κατακλείδα, είναι αυτή η ίδια η αγορά που όταν κατορθώσει να λειτουργήσει με όρους πραγματικού και υγιούς ανταγωνισμού θα οδηγήσει σε μείωση των τιμών της ενέργειας. Το παράδειγμα της χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρισμού όπου και ο, έστω πολύ περιορισμένος, ανταγωνισμός οδήγησε σε παύση λειτουργίας των ακριβών πετρελαϊκών μονάδων στο ηπειρωτικό Σύστημα είναι ένας καλός οδηγός.
(από την εφημερίδα "Ημερησία")
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου