«Στροφή» στο
αμερικανικό
LNG
και απομάκρυνση από το ρωσικό φυσικό
αέριο σηματοδοτεί, ουσιαστικά, η στρατηγική - πλαίσιο για την
Ενεργειακή Ένωση που παρουσίασε στις 25 Φεβρουαρίου η Κομισιόν. Μάλιστα, για
όποιον θέλει να δει λίγο μακρύτερα, πολύ γρήγορα η στρατηγική αυτή θα τεθεί
στην υπηρεσία της Διατλαντικής Συμφωνίας Εμπορίου και Επενδύσεων (TTIP), ώστε η
Ευρώπη, σε μόνιμη και θεσμοποιημένη πλέον βάση, να υποκαταστήσει όσες ενεργειακές
της προμήθειες προέρχονται σήμερα από τη Ρωσία με ποσότητες προερχόμενες από τις
ΗΠΑ, ιδίως όσον αφορά το φυσικό αέριο.
Συγκεκριμένα, στην επίσημη ανακοίνωσή της για την στρατηγική – πλαίσιο της Ενεργειακής Ένωσης, η Κομισιόν δεσμεύεται να εργαστεί ώστε να αρθούν τα εμπόδια στις εισαγωγές LNG από τις ΗΠΑ και άλλους παραγωγούς. Παράλληλα, η Ε.Ε. δηλώνει ότι θα διερευνήσει όλες τις δυνατότητες του LNG, περιλαμβανομένου και του back- up σε περιόδους κρίσης, κατά τις οποίες το θα είναι ανεπαρκής η ροή αερίου προς την Ευρώπη μέσω του υπάρχοντος δικτύου φυσικού αγωγών. Όπως τονίζεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής, καθώς τα τελευταία χρόνια οι τιμές LNG είναι υψηλότερες σε σχέση με αυτές του αερίου μέσω αγωγών, «η Κομισιόν θα προετοιμάσει μία συνεκτική στρατηγική για τον τομέα του LNG, που θα εξετάσει και την απαιτούμενη υποδομή μεταφοράς για τα σημεία διοχέτευσης του αερίου στην εσωτερική αγορά. Παράλληλα, θα εξεταστούν οι δυνατότητες αποθήκευσης και το ρυθμιστικό πλαίσιο που απαιτείται για να εξασφαλιστούν επαρκείς ποσότητες αποθηκευμένου αερίου για την χειμερινή περίοδο».
Είναι εμφανές, στο παραπάνω τμήμα της ανακοίνωσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ότι η Ενεργειακή Ένωση έχει στόχο να προκρίνει τις αγορές ποσοτήτων LNG, έναντι των συμβολαιοποιημένων ποσοτήτων μέσω αγωγών, στις οποίες σήμερα δεσπόζει, ως προμηθευτής της Ευρώπης, η Ρωσία. Ωστόσο, δεν είναι γενικά η προσπάθεια δημιουργίας μιας πιο ευέλικτης αγοράς βασισμένης στο spot, και άρα στο LNG, που διέπει την εν λόγω ανακοίνωση. Σε άλλο σημείο, αναφέρεται ότι η Ε.Ε. «θα χρησιμοποιήσει κάθε μέσο εξωτερικής πολιτικής για να οικοδομήσει ενεργειακές συνεργασίες με όλο και πιο σημαντικές χώρες και περιοχές διέλευσης και παραγωγής όπως η Τουρκία και η Αλγερία, το Αζερμπαϊτζάν και το Τουρκμενιστάν, η Μέση Ανατολή, η Αφρική και άλλοι πιθανοί προμηθευτές», από όπου, προφανώς, η Ευρώπη θα μπορούσε να προνηθευθεί αέριο και μέσω αγωγών. Επιπλέον, η αναφορά σε περαιτέρω ανάπτυξη της συνεργασίας με την Νορβηγία, που αναγνωρίζεται ρητά ως «ο δεύτερος μεγαλύτερος προμηθευτής αργού και φυσικού αερίου της Ε.Ε.», καθιστά φανερό πως στόχος είναι να βρεθεί τρόπος υποκατάστασης του πρώτου μεγαλύτερου προμηθευτή, που, φυσικά, δεν είναι άλλος από τη Ρωσία! Μάλιστα, η Κομισιόν δεσμεύεται να συνεχίσει την πλήρη ενσωμάτωση της Νορβηγίας στις εσωτερικές ενεργειακές πολιτικές της Ε.Ε., ενώ η Ευρώπη «θα αναπτύξει τις συνεργασίες της με χώρες όπως οι ΗΠΑ και ο Καναδάς». Δεν είναι και πολύ ευφάνταστο, μάλλον, να σκεφτεί κανείς πως μία από αυτές τις μορφές συνεργασίας θα είναι και η TTIP, που, όχι τυχαία, έχει χαρακτηριστεί ως «οικονομικό ΝΑΤΟ»…
Όλα αυτά διατυπώνονται από την Κομισιόν χωρίς να υπάρχει άμεση προοπτική εξεύρεσης εναλλακτικών πηγών αερίου και πετρελαίου σε ανταγωνιστικές τιμές για το ορατό μέλλον και χωρίς καμία οικονομική λογική και δίχως να υπολογίζεται ρεαλιστικά το κόστος για την δοκιμαζόμενη ήδη οικονομία της Ε.Ε. Αντίθετα, φέρνουν πάλι στο προσκήνιο –όπως και με την TTIP - τη συζήτηση για το αμερικανικής προέλευσης LNG ως θαυματουργό «πανάκεια» σε επείγοντα προβλήματα και ανάγκες της ευρωπαϊκής αγοράς, τη στιγμή που ακόμη και αμερικανικές εταιρείες του κλάδου έχουν χαρακτηρίσει, ήδη από την έκρηξη της ουκρανικής κρίσης, ως ανεδαφικές τις προσδοκίες που έχουν καλλιεργηθεί.
Το ότι η ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης από τη Μόσχα είναι μεγάλη και, μεσοπρόθεσμα, ανυπέρβλητη, διαφαίνεται και από τις αμήχανες διατυπώσεις της ανακοίνωσης όσον αφορά την Ουκρανία. Δεν δίνεται καμία απτή υπόσχεση για εξασφάλιση των επειγουσών ενεργειακών αναγκών της χώρας. Γίνεται απλά μία γενικόλογη αναφορά για «ιδιαίτερη προσοχή» στην αναβάθμιση της «Στρατηγικής Συνεργασίας στην ενέργεια» της Ε.Ε. με το Κίεβο και, φυσικά, καμία ρητή αναφορά σε εναλλακτική πηγή σε σχέση με το ρωσικό αέριο. Αντίθετα, η Ουκρανία αναγνωρίζεται απλά σημαντική ως χώρα διέλευσης. Οι Βρυξέλλες υπόσχονται μόνο να τη συνδράμουν στις μεταρρυθμίσεις της ενεργειακής αγοράς, «όπως είναι η αναβάθμιση του δικτύου μεταφοράς αερίου, η θέσπιση κατάλληλου ρυθμιστικού πλαισίου για την αγορά ηλεκτρισμού και η ενίσχυση της εξοικονόμησης ενέργειας», απλά «ως μέσο μείωσης της εξάρτησής της από εισαγόμενη ενέργεια» που ουσιαστικά συνεχίζει να ταυτίζεται με το ρωσικό αέριο. Όλες οι προτεινόμενες δράσεις αποτελούν λύσεις «εκ των ενόντων» που δεν μπορούν να ανατρέψουν την αδήριτη οικονομική και ενεργειακή πραγματικότητα.
Για τη Ρωσία, τέλος, η ανακοίνωση της Κομισιόν για την Ενεργειακή Ένωση αρκείται να αναφέρει ότι η ΕΕ θα εξετάσει, «όταν οι συνθήκες θα είναι κατάλληλες», την «αναμόρφωση» της ενεργειακής συνεργασίας μαζί της, «σε ισότιμη βάση» όσον αφορά το άνοιγμα των αγορών, τον υγιή ανταγωνισμό, την περιβαλλοντική προστασία και ασφάλεια, «προς αμοιβαίο όφελος και των δύο πλευρών». Το γενικό πνεύμα της ανακοίνωσης, όπως φαίνεται από τα όσα παραθέσαμε, αλλά και οι ως τώρα επίσημες δηλώσεις Ευρωπαίων πολιτικών και αξιωματούχων της Ε.Ε., μάλλον δικαιώνουν τους φόβους παραγόντων του ευρωπαϊκού ενεργειακού τομέα, σύμφωνα με τους οποίους το αν οι συνθήκες θα είναι «κατάλληλες» θα κριθεί από γεωστρατηγικές ευρωατλαντικές σκοπιμότητες και όχι από τις ενεργειακές ανάγκες της Ευρώπης και τη λειτουργία της αγοράς.
Πηγή energia.gr
Συγκεκριμένα, στην επίσημη ανακοίνωσή της για την στρατηγική – πλαίσιο της Ενεργειακής Ένωσης, η Κομισιόν δεσμεύεται να εργαστεί ώστε να αρθούν τα εμπόδια στις εισαγωγές LNG από τις ΗΠΑ και άλλους παραγωγούς. Παράλληλα, η Ε.Ε. δηλώνει ότι θα διερευνήσει όλες τις δυνατότητες του LNG, περιλαμβανομένου και του back- up σε περιόδους κρίσης, κατά τις οποίες το θα είναι ανεπαρκής η ροή αερίου προς την Ευρώπη μέσω του υπάρχοντος δικτύου φυσικού αγωγών. Όπως τονίζεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής, καθώς τα τελευταία χρόνια οι τιμές LNG είναι υψηλότερες σε σχέση με αυτές του αερίου μέσω αγωγών, «η Κομισιόν θα προετοιμάσει μία συνεκτική στρατηγική για τον τομέα του LNG, που θα εξετάσει και την απαιτούμενη υποδομή μεταφοράς για τα σημεία διοχέτευσης του αερίου στην εσωτερική αγορά. Παράλληλα, θα εξεταστούν οι δυνατότητες αποθήκευσης και το ρυθμιστικό πλαίσιο που απαιτείται για να εξασφαλιστούν επαρκείς ποσότητες αποθηκευμένου αερίου για την χειμερινή περίοδο».
Είναι εμφανές, στο παραπάνω τμήμα της ανακοίνωσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ότι η Ενεργειακή Ένωση έχει στόχο να προκρίνει τις αγορές ποσοτήτων LNG, έναντι των συμβολαιοποιημένων ποσοτήτων μέσω αγωγών, στις οποίες σήμερα δεσπόζει, ως προμηθευτής της Ευρώπης, η Ρωσία. Ωστόσο, δεν είναι γενικά η προσπάθεια δημιουργίας μιας πιο ευέλικτης αγοράς βασισμένης στο spot, και άρα στο LNG, που διέπει την εν λόγω ανακοίνωση. Σε άλλο σημείο, αναφέρεται ότι η Ε.Ε. «θα χρησιμοποιήσει κάθε μέσο εξωτερικής πολιτικής για να οικοδομήσει ενεργειακές συνεργασίες με όλο και πιο σημαντικές χώρες και περιοχές διέλευσης και παραγωγής όπως η Τουρκία και η Αλγερία, το Αζερμπαϊτζάν και το Τουρκμενιστάν, η Μέση Ανατολή, η Αφρική και άλλοι πιθανοί προμηθευτές», από όπου, προφανώς, η Ευρώπη θα μπορούσε να προνηθευθεί αέριο και μέσω αγωγών. Επιπλέον, η αναφορά σε περαιτέρω ανάπτυξη της συνεργασίας με την Νορβηγία, που αναγνωρίζεται ρητά ως «ο δεύτερος μεγαλύτερος προμηθευτής αργού και φυσικού αερίου της Ε.Ε.», καθιστά φανερό πως στόχος είναι να βρεθεί τρόπος υποκατάστασης του πρώτου μεγαλύτερου προμηθευτή, που, φυσικά, δεν είναι άλλος από τη Ρωσία! Μάλιστα, η Κομισιόν δεσμεύεται να συνεχίσει την πλήρη ενσωμάτωση της Νορβηγίας στις εσωτερικές ενεργειακές πολιτικές της Ε.Ε., ενώ η Ευρώπη «θα αναπτύξει τις συνεργασίες της με χώρες όπως οι ΗΠΑ και ο Καναδάς». Δεν είναι και πολύ ευφάνταστο, μάλλον, να σκεφτεί κανείς πως μία από αυτές τις μορφές συνεργασίας θα είναι και η TTIP, που, όχι τυχαία, έχει χαρακτηριστεί ως «οικονομικό ΝΑΤΟ»…
Όλα αυτά διατυπώνονται από την Κομισιόν χωρίς να υπάρχει άμεση προοπτική εξεύρεσης εναλλακτικών πηγών αερίου και πετρελαίου σε ανταγωνιστικές τιμές για το ορατό μέλλον και χωρίς καμία οικονομική λογική και δίχως να υπολογίζεται ρεαλιστικά το κόστος για την δοκιμαζόμενη ήδη οικονομία της Ε.Ε. Αντίθετα, φέρνουν πάλι στο προσκήνιο –όπως και με την TTIP - τη συζήτηση για το αμερικανικής προέλευσης LNG ως θαυματουργό «πανάκεια» σε επείγοντα προβλήματα και ανάγκες της ευρωπαϊκής αγοράς, τη στιγμή που ακόμη και αμερικανικές εταιρείες του κλάδου έχουν χαρακτηρίσει, ήδη από την έκρηξη της ουκρανικής κρίσης, ως ανεδαφικές τις προσδοκίες που έχουν καλλιεργηθεί.
Το ότι η ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης από τη Μόσχα είναι μεγάλη και, μεσοπρόθεσμα, ανυπέρβλητη, διαφαίνεται και από τις αμήχανες διατυπώσεις της ανακοίνωσης όσον αφορά την Ουκρανία. Δεν δίνεται καμία απτή υπόσχεση για εξασφάλιση των επειγουσών ενεργειακών αναγκών της χώρας. Γίνεται απλά μία γενικόλογη αναφορά για «ιδιαίτερη προσοχή» στην αναβάθμιση της «Στρατηγικής Συνεργασίας στην ενέργεια» της Ε.Ε. με το Κίεβο και, φυσικά, καμία ρητή αναφορά σε εναλλακτική πηγή σε σχέση με το ρωσικό αέριο. Αντίθετα, η Ουκρανία αναγνωρίζεται απλά σημαντική ως χώρα διέλευσης. Οι Βρυξέλλες υπόσχονται μόνο να τη συνδράμουν στις μεταρρυθμίσεις της ενεργειακής αγοράς, «όπως είναι η αναβάθμιση του δικτύου μεταφοράς αερίου, η θέσπιση κατάλληλου ρυθμιστικού πλαισίου για την αγορά ηλεκτρισμού και η ενίσχυση της εξοικονόμησης ενέργειας», απλά «ως μέσο μείωσης της εξάρτησής της από εισαγόμενη ενέργεια» που ουσιαστικά συνεχίζει να ταυτίζεται με το ρωσικό αέριο. Όλες οι προτεινόμενες δράσεις αποτελούν λύσεις «εκ των ενόντων» που δεν μπορούν να ανατρέψουν την αδήριτη οικονομική και ενεργειακή πραγματικότητα.
Για τη Ρωσία, τέλος, η ανακοίνωση της Κομισιόν για την Ενεργειακή Ένωση αρκείται να αναφέρει ότι η ΕΕ θα εξετάσει, «όταν οι συνθήκες θα είναι κατάλληλες», την «αναμόρφωση» της ενεργειακής συνεργασίας μαζί της, «σε ισότιμη βάση» όσον αφορά το άνοιγμα των αγορών, τον υγιή ανταγωνισμό, την περιβαλλοντική προστασία και ασφάλεια, «προς αμοιβαίο όφελος και των δύο πλευρών». Το γενικό πνεύμα της ανακοίνωσης, όπως φαίνεται από τα όσα παραθέσαμε, αλλά και οι ως τώρα επίσημες δηλώσεις Ευρωπαίων πολιτικών και αξιωματούχων της Ε.Ε., μάλλον δικαιώνουν τους φόβους παραγόντων του ευρωπαϊκού ενεργειακού τομέα, σύμφωνα με τους οποίους το αν οι συνθήκες θα είναι «κατάλληλες» θα κριθεί από γεωστρατηγικές ευρωατλαντικές σκοπιμότητες και όχι από τις ενεργειακές ανάγκες της Ευρώπης και τη λειτουργία της αγοράς.
Πηγή energia.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου