Στα άρθρα των δημοσιογράφων του οικονομικού ρεπορτάζ, αλλά και στις καθημερινές συζητήσεις και συνεντεύξεις παρατηρείται ένας παραπλανητικός παραλληλισμός μεταξύ του κλάδου των τηλεπικοινωνιών και αυτού της ενέργειας.
Η επιτυχής εισαγωγή του ανταγωνισμού στον τομέα των τηλεπικοινωνιών χρησιμοποιείται αναγωγιστικά ως επιχείρημα, όχι μόνο για το άνοιγμα του τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας στον ανταγωνισμό, αλλά και για την ιδιωτικοποίηση/πώλησή του. Προβάλλεται το επιχείρημα ότι οι δύο τομείς είναι παρόμοιοι -βιομηχανίες δικτύου, οικονομίες κλίμακας κ.λπ.- και ότι αντίστοιχα αποτελέσματα θα μπορούσαν να επιτευχθούν διά μέσου του ανταγωνισμού και στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Η πηγή αυτής της πλάνης -θύματα της αφήγησής της φαίνεται να είναι και αρμόδιοι υπουργοί- προέρχεται από το γεγονός ότι δεν λαμβάνουν υπόψη τους τις πολύ συγκεκριμένες και κρίσιμες ιδιαιτερότητες μεταξύ των δύο τομέων.
Ενώ υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι η απελευθέρωση στις τηλεπικοινωνίες υπήρξε επιτυχής και σύμφωνη με το θεώρημα της μικρο-οικονομικής αποτελεσματικότητας και τις υποθέσεις του -θεώρημα που προβλέπει αύξηση της αποτελεσματικότητας και μείωση των τιμών όταν οι αγορές είναι ανοικτές στον ανταγωνισμό-, μια προσεκτικότερη ματιά, ωστόσο, στις υποθέσεις αυτές δείχνει πως το θεώρημα είναι περιορισμένης ισχύος στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας.
Ησύγκριση του κλάδου των τηλεπικοινωνιών με αυτόν της ενέργειας πλανάται σε 5 κύρια σημεία.
* Πρώτον, σε αντίθεση με τον κλάδο των τηλεπικοινωνιών, που έχει μοναδικό στόχο τη μείωση των τιμών, η μείωση των τιμών δεν είναι ο μόνος στόχος της ενεργειακής πολιτικής. Η ασφάλεια του εφοδιασμού και η αειφόρος ανάπτυξη αποτελούν επίσης βασικά στοιχεία των κοινοτικών και εθνικών πολιτικών ενέργειας (Ε.Ε., 2003).
Ποια είναι όμως η σχέση μεταξύ της πληθώρας αυτών των στόχων και της απελευθέρωσης; Θα ανέμενε κανείς η εισαγωγή του ανταγωνισμού να συμβάλλει στη μείωση των τιμών, αλλά οι ευρύτεροι κοινωνικοί στόχοι να μην μπορούν ικανοποιηθούν ταυτόχρονα.
Σύμφωνα δε με την αρχή του Timbergen (1954), κάθε οικονομικός στόχος απαιτεί ένα ξεχωριστό εργαλείο πολιτικής. Αποτελεί δε απλή σύμπτωση αν ένα εργαλείο πολιτικής καταφέρει να επιτύχει διαφορετικούς στόχους ταυτόχρονα. Θα ήταν, κατά συνέπεια, αφελές να περιμένει κανείς η εισαγωγή του ανταγωνισμού να ευνοήσει ταυτόχρονα και άλλους στόχους πολιτικής.
* Δεύτερον, λόγω των φυσικών χαρακτηριστικών -αδυναμία αποθήκευσης, ανελαστική ζήτηση κ.λπ.-, ο τομέας της ηλεκτρικής ενέργειας φαίνεται να είναι πολύ πιο σύνθετος από αυτόν των τηλεπικοινωνιών. Συνοπτικά, καταθέτω τις παρακάτω πιο σημαντικές οικονομικές αντιφάσεις και οξύμωρες εξελίξεις στις κυριότερες οικονομίες του πλανήτη που πειραματίστηκαν κατά τις τελευταίες δεκαετίες.
α) Αντί ανταγωνισμού, η απελευθέρωση οδήγησε σε αύξηση συγκέντρωσης (Ε.C. 2001-2008). Επτά εταιρείες ελέγχουν πάνω από τα δύο τρίτα των αναγκών της Ε.Ε. σε ηλεκτρική ενέργεια. Οι όποιες απώλειες ευημερίας συνδέονταν με τα πρώην κρατικά μονοπώλια μπορεί να είναι πολύ μικρότερες από τις απώλειες του αναδυθέντος περιορισμένου ολιγοπωλιακού ανταγωνισμού.
β) Η ολιγοπωλιακή ισορροπία της αγοράς, σε συνδυασμό με τις ιδιαιτερότητες του προϊόντος, απαιτεί κάποια δαπανηρή πηγή αποθεμάτων για να αντισταθμίζει τη συμπαιγνιακή σύμπραξη και την άσκηση μονοπωλιακής δύναμης (L.J. de Vries, 2004).
γ) Το νέο είδος δαπανών, το κόστος των συναλλαγών -συντονισμού, πληροφόρησης, που δημιουργεί ο διαχωρισμός-unbundling- (παραγωγή, μεταφορά, διανομή και προμήθεια), μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτερο από το κόστος του παλαιού υπό ενιαίο έλεγχο καθετοποιημένου μοντέλου (Williamson, 1985, 1995, J. Stiglitz, 1994).
Απελευθέρωση και ακρίβεια
δ) Αντί για τη μείωση των τιμών, η απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας οδήγησε σε υψηλότερες τιμές. Σε μια ανταγωνιστική αγορά, οι επενδυτές απαιτούν υψηλότερο συντελεστή απόδοσης επί του κεφαλαίου που επενδύουν σε σχέση με μια ρυθμιζόμενη βιομηχανία - υψηλότερος κίνδυνος ισούται με υψηλότερη απόδοση ( Dr.Ρ.Watts 2001).
* Τρίτον, τα ζητήματα της πολιτικής οικονομίας που ο κλάδος παρουσιάζει -η φύση του δημόσιου αγαθού ηλεκτρισμός, η αναγκαιότητά του- μπορεί να είναι τελικά, ακόμη και σημαντικότερα απ' ό,τι οι παράγοντες που ώς τώρα αναφέρθηκαν. Στην πραγματικότητα, η απελευθέρωση, με τη συνήθη έννοια του όρου, κατά πάσα πιθανότητα είναι τόσο απίθανη όσο και ανεπιθύμητη. Οι κυβερνήσεις διαπλέκονται άμεσα με τον κλάδο και είναι απίθανο να αποσυρθούν. Η θεσμική θωράκιση που θα εξασφάλιζε την ανεξαρτησία των επιχειρήσεων θα μείωνε την πολιτική δύναμη των υπουργείων, θα δημιουργούσε μια νέα τάξη ατόμων, που η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων θα ήταν προς όφελός τους.
Μια επισκόπηση των πολιτικών παρεμβάσεων και των πολιτικών ανταγωνισμού των άλλων κρατών της Ε.Ε. καταδεικνύει του λόγου το αληθές. Οι πολιτικές παρεμβάσεις και οι πρακτικές που ακολούθησαν οι αντίστοιχες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και εταιρείες ηλεκτρισμού είτε προώθησαν τη σύμπραξη είτε περιόρισαν είτε στρέβλωσαν τον ανταγωνισμό και δημιούργησαν «εθνικούς πρωταθλητές».
* Τέταρτον, ενώ η εμπιστοσύνη στην αποτελεσματικότητα της απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας κλονίστηκε κατά τη διάρκεια της τελευταίας εικοσαετίας, κλονίστηκε επίσης και η εμπιστοσύνη στην ικανότητα της κυβέρνησης να ρυθμίζει τους ιδιώτες παραγωγούς.
Πώς θα διασφαλίσουμε-παρακινήσουμε έναν ιδιώτη παραγωγό να εκπληρώσει τους όρους του συμβολαίου του για κάθε επικείμενο κίνδυνο που η κοινωνία μπορεί να αντιμετωπίσει από ένα δημόσιο αγαθό, όπως ο ηλεκτρισμός.
Είναι δυνατόν για το κράτος να συντάξει ένα πλήρες συμβόλαιο που θα προσδιόριζε τι θα πρέπει να κάνει ο ιδιώτης παραγωγός σε κάθε ενδεχόμενο; Τι θα συνέβαινε αν το κόστος παροχής των υπηρεσιών, για τις οποίες είχε συμβληθεί ο παραγωγός, ξεπερνούσε κάθε εκτίμηση;
Ο παραγωγός θα παρέβαινε το συμβόλαιο. Η ζημία της κοινωνίας, από τη μη εξασφάλιση των απαιτούμενων υπηρεσιών, μπορεί να είναι κυριολεκτικά αστρονομική -και πάντως πολύ μεγαλύτερη από την οποιαδήποτε εγγύηση θα μπορούσε να καταβάλει ο ιδιώτης-παραγωγός ως διασφάλιση της καλής του επίδοσης. Οπως ακριβώς συνέβη στην Καλιφόρνια, στη Νέα Υόρκη, στη Βραζιλία, στη Νέα Ζηλανδία κ.α.
* Πέμπτον, και ίσως το σημαντικότερο όλων, ο τομέας των τηλεπικοινωνιών χτίστηκε γύρω από ένα μείγμα ταυτόχρονων ριζοσπαστικών τεχνολογικών καινοτομιών-τρανζίστορ, υπολογιστών, Διαδικτύου κ.λπ., που διέρρηξαν την καθετοποιημένη συγκεντρωτική αλυσίδα αξίας της τηλεφωνίας, εξουδετερώνουν τα πλεονεκτήματα των οικονομιών κλίμακας, μειώνουν το κόστος των συναλλαγών, αποκεντρώνουν και εκδημοκρατικοποιούν την πληροφορία, καθιστούν τους καταναλωτές ταυτόχρονα και παραγωγούς προϊόντων και υπηρεσιών, αυξάνουν στο σύνολό της τη λειτουργικότητα και την ευημερία της κοινωνίας. Το υπόδειγμα των τηλεπικοινωνιών συνιστά παράδειγμα μοντέλου που επιβεβαιώνει την άποψη ότι η τεχνολογία προσδιορίζει τη φύση της κοινωνίας, καθώς και τα οικονομικά και κοινωνικά συστήματα που θα κυριαρχήσουν.
Σε αντιπαράθεση με τις ριζοσπαστικές τεχνολογικές καινοτομίες στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, είναι ξεκάθαρο ότι κάτι τέτοιο δεν συνέβη με τις τεχνολογίες της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Παρά το γεγονός ότι η ανάπτυξη καινοτόμων τεχνολογιών -συνδυασμένων, κρίσιμων κύκλων κ.λπ.- θα πρέπει να καταγραφεί στην ιστορία της τεχνολογίας σαν ένα από τα σημαντικότερα τεχνολογικά επιτεύγματα του περασμένου αιώνα, ωστόσο οι καινοτομίες στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας δεν ήσαν αντίστοιχες αυτών της πληροφορικής.
Οι καινοτομίες τόσο στους παραδοσιακούς κεντρικούς σταθμούς παραγωγής βάσης όσο και στην καινοτόμα κατανεμημένη παραγωγή -των συμβατικών αλλά και αυτών των ήπιων μορφών-, είναι δευτερεύουσας σημασίας και οι οικονομίες κλίμακας της συγκεντρωτικής, καθετοποιημένης αλυσίδας αξίας εξακολουθούν να είναι ακαταμάχητες, να υπερακοντίζουν το κόστος παραγωγής από οιαδήποτε καινοτόμα κατανεμημένη παραγωγή, καθώς αυτό είναι κατά δύο έως πέντε φορές φθηνότερο. Και ίσως αυτό να συνεχίσει να ισχύει για αρκετές δεκαετίες, ακόμη και να μην επιτρέπει την επί τόπου παραγωγή σε σπίτια και επιχειρήσεις μέσα στην επόμενη δεκαετία ή δύο.
Παραφράζοντας τη μνημειώδη, πλέον, φράση του Κλίντον, κατά την προεκλογική του καμπάνια του 1992, «Είναι η οικονομία, ηλίθιε!», για να καταδείξω ότι η τεχνολογία θα καθορίσει την έκβαση της μεταρρύθμισης, θα έλεγα: «Είναι η τεχνολογία, ηλίθιε!»
Καθώς εκατοντάδες νέες εταιρείες, δεκάδες από τις μεγαλύτερες πολυεθνικές αλλά και χώρες του κόσμου μπαίνουν στην αγορά αυτή με την ελπίδα να κερδίσουν τον αγώνα δρόμου, καθώς το κόστος συνεχίζει να μειώνεται χάρη στις νέες τεχνολογικές καινοτομίες και τις μεγαλύτερες οικονομίες κλίμακας, τα σχετικά προϊόντα θα γίνουν διαθέσιμα στο ευρύ κοινό, όπως συνέβη και με τα ραδιόφωνα, τις τηλεοράσεις, τους υπολογιστές και τα κινητά τηλέφωνα. Το ότι θα υπάρξει κάποιος νικητής στον αγώνα δρόμου είναι βέβαιο, αλλά δεν ισχύει καθόλου το ίδιο και για το χρόνο που θα χρειαστεί για να αναδειχθεί ο νικητής.
Τότε οι ΑΠΕ θα βρίσκονται εντός του άμεσου οπτικού μας πεδίου.
Εκείνο που είναι επίσης βέβαιο είναι ότι η οποιαδήποτε δική μας προσπάθεια για τη δημιουργία του ενεργειακού μας μέλλοντος μόνον οφέλη μπορεί να έχει. Δεν πρέπει να χάσουμε και αυτό το τρένο της τεχνολογίας, όπως εκείνο της πληροφορικής.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι τεχνολογίες των τηλεπικοινωνιών μπορεί να επιδοτήθηκαν στις αρχικές τους φάσεις, κυρίως από το αμερικανικό υπουργείο Αμυνας, αλλά πολύ σύντομα άρχιζαν να βγάζουν τα έξοδά τους, καθώς δημιουργούνταν ένας ενάρετος αναπτυξιακός κύκλος με αύξηση της παραγωγικότητας, θέσεων εργασίας, αύξηση της κοινωνικής ευημερίας.
Στη νέα ενέργεια μπορεί να μη δημιουργηθεί ο αντίστοιχος ενάρετος αναπτυξιακός κύκλος με την ίδια ταχύτητα όπως στις τηλεπικοινωνίες και να ακολουθήσει μια πολύ πιο εξελικτική διαδικασία, είναι, ωστόσο, ένας τομέας στον οποίο πρέπει να δηλώσουμε παρόντες και για το καθαρά οικονομικό κέρδος, αλλά και λόγω των επιτακτικών θεσμικών επιταγών/υποχρεώσεων για το περιβάλλον και την ασφάλεια τροφοδοσίας.
Προϋπόθεση επιτυχίας των τριών βασικών αρχών της ενεργειακής πολιτικής αποτελεί η δημιουργία μιας νέας σύνθεσης -ενός μεταβατικού συνδυασμού συμβατικών και εναλλακτικών μορφών- που πρέπει να προσαρμόζεται με τη διάρκεια του χρόνου, καθώς πρέπει να τηρούνται συγκεκριμένοι οικονομικοί περιορισμοί και τα οικολογικά όρια, αλλά και που θα δώσει νόημα και ζωή στη μεταβατική-μεταλιγνιτική περίοδο.
Αποδόσεις από το 30% στο 45%
Στο μεταξύ, έως τότε, οι πλέον αποτελεσματικές επενδύσεις θα είναι οι επενδύσεις στις δευτερεύουσες εκείνες καινοτομίες των προηγμένων συμβατικών τεχνολογιών, είτε πρόκειται για ήδη εγκατεστημένες μονάδες είτε σε καινούργιες για την αύξηση της απόδοσης/παραγωγικότητας.
Δεδομένου ότι η μέση απόδοση των υφιστάμενων λιγνιτικών κυρίως μονάδων ανέρχεται μόλις στο 30%, ενώ οι πιο σύγχρονες σήμερα λειτουργούν με αποδόσεις που φτάνουν και το 45%, καθίσταται εμφανές ότι οιαδήποτε αμέλεια για την αξιοποίηση του ανεκμετάλλευτου θερμοδυναμικού δυναμικού είναι εγκληματική.
Ηαύξηση της παραγωγικότητας των ενεργειακών κέντρων με τη χρήση καινοτόμων τεχνολογιών αυξημένης απόδοσης και περιβαλλοντικής συμβατότητας αποτελεί το μοναδικό αντίβαρο στη σύγχυση και στην αβεβαιότητα που δημιουργούν οι αντιφατικοί στόχοι των βασικών αρχών της ενεργειακής πολιτικής, αφού είναι αυτές που λειτουργούν χρησιμοποιώντας έως και 35% λιγότερο καύσιμο και παράγουν αντίστοιχα πολύ λιγότερες εκπομπές.
Είναι ο μόνος τρόπος να παρατείνουμε την υπέρτατη καλοτυχία και την όποια ευμάρεια μας έμεινε, την όποια πολιτική και ενεργειακή ανεξαρτησία, για μερικές δεκαετίες ακόμη, αλλά ταυτόχρονα να προετοιμαστούμε για να γεφυρώσουμε κατάλληλα το παρόν ενεργειακό μας καθεστώς με αυτό που θα αναδυθεί τις επόμενες δεκαετίες
Ετσι, οι περισσότεροι των αρθρογράφων που υποστηρίζουν ότι ο η απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας θα έχει αντίστοιχα αποτελέσματα με αυτή των τηλεπικοινωνιών -και παραπλανούν τόσο τους πολιτικούς όσο και μια διψασμένη για μεταρρυθμίσεις κοινή γνώμη, δεν έψαξαν αρκετά για να δουν γιατί συμβαίνει αυτό. Ούτε βέβαια και η κυβέρνηση -που με την πίστη και την αγκύρωσή της στην πολιτική της αειφόρου ανάπτυξης απομακρύνει από τα πραγματικά προβλήματα των παραγωγικών διαδικασιών, της πραγματικής οικονομίας- κατανόησε επαρκώς ότι οποιοσδήποτε ενεργειακός σχεδιασμός είναι αλληλένδετος και αδιάσπαστος με τα βραχυχρόνια προβλήματα.
(από την εφημερίδα "Ελευθεροτυπία")