Η ανακοίνωση την περασμένη εβδομάδα από τον υπουργό ΠΕΚΑ κ. Γιάννη Μανιάτη των αποτελεσμάτων της αξιολόγησης των προσφορών για το κοίτασμα των Ιωαννίνων και Πατραϊκού Κόλπου στο πλαίσιο της διαδικασίας Open Door, αποτελεί αναμφίβολα μια πολύ θετική εξέλιξη, αφού κατοχυρώνει την επανεκκίνηση των ερευνών υδρογονανθράκων στην Ελλάδα, την οποία και αναδεικνύει πλέον και ως μια από τις προτεραιότητες της νέας δικομματικής κυβέρνησης. Επιπλέον, η ανωτέρω απόφαση δίνει το στίγμα της νέας πορείας πλεύσης που χαράσσει ο νέος υπουργός ο οποίος και είχε το πολιτικό θάρρος και εμμονή να αναδείξει τις πετρελαϊκές έρευνες, όσο ακόμη ήτο υφυπουργός ΠΕΚΑ(2009-2012), ως θέμα κεντρικής πολιτικής επιλογής με σοβαρές οικονομικές και διπλωματικές προεκτάσεις. Και ασφαλώς αξίζει συγχαρητηρίων η όλη πρωτοβουλία και η συνεπής στάση του υπουργού και η μεγάλη συμβολή του σε αυτό τον τομέα.
Όμως για να προχωρήσουν οι έρευνες και να εγκατασταθούν οι εταιρείες, να τοποθετηθούν τα γεωτρύπανα και οι πλατφόρμες, και να ξεκινήσουν οι καθεαυτό εργασίες απαιτείται ακόμη αρκετή δουλειά, η ύπαρξη επιτελείου και ομάδας υποστήριξης στο ΥΠΕΚΑ και ασφαλώς ένα συγκεκριμένο και δεσμευτικό χρονοδιάγραμμα. Κάτι τέτοιο όχι μόνο δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή αλλά είναι τελείως άγνωστο πότε και πως θα συγκροτηθεί ο υπό σύσταση φορέας (Ελληνική Διαχειριστική Εταιρεία Υδρογονανθράκων-ΕΔΕΥ) που θ’ αναλάβει να τρέξει το όλο θέμα των ερευνών. Είναι δε ηλίου φαεινότερο ότι εάν δεν συσταθεί και λειτουργήσει ο νέος φορέας όπως προβλέπει ο Ν. 4001/2011, ή έστω σε αντικατάσταση αυτού υπάρξει μιας πλήρως στελεχωμένη διεύθυνση του Υπουργείου, όχι μόνο έρευνες δεν θα προχωρήσουν αλλά και οι διεθνείς εταιρείες που συμμετέχουν στον διαγωνισμό θα σηκωθούν να φύγουν δημιουργώντας για μια ακόμη φορά αρνητικές εντυπώσεις για τον τρόπο που η χώρα μας αντιμετωπίζει τις ξένες επενδύσεις.
Μπορεί το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας να άλλαξε πολιτική ηγεσία και να έχει τώρα μια ξεκάθαρη γραμμή και στόχους ως προς τις έρευνες πετρελαίου και την αξιοποίηση του υδρογονανθρακικού πλούτου της χώρας, όμως παραμένουν όλες οι γνωστές γραφειοκρατικές αγκυλώσεις, οι πολιτικές δουλείες και οι απαρχαιωμένοι τρόποι διοίκησης (λ.χ. βλέπε 17μελή επιτροπή αξιολόγησης) που δεν αφήνουν εύκολα να υλοποιηθούν σχέδια και πολιτικές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η παντελής έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ ΥΠΕΚΑ και εταιρειών, αφού δέκα ολόκληρες ημέρες μετά την επίσημη ανακοίνωση του υπουργείου για την επιλογή τους και δεν έχουν ακόμη λάβει μια επιστολή από το ΥΠΕΚΑ που να επιβεβαιώνει την ανάδειξη τους ως αναδόχων και να τους καλεί άμεσα, όπως προβλέπει η σχετική νομοθεσία, σε διαπραγματεύσεις για την υπογραφή των σχετικών συμβάσεων. Συμβάσεων βάσει των οποίων οι εταιρείες σε πρώτη φάση θα επενδύσουν μεταξύ τους ποσά της τάξης των 200-300 εκατ. ευρώ για τις έρευνες στην Δυτική Ελλάδα, ενώ σε περίπτωση που εξευρεθούν εμπορικά εκμεταλλεύσιμες ποσότητες πετρελαίου οι επενδύσεις σε υποδομές μπορεί να ξεπεράσουν άνετα το 1.0 με 1.5 δις ευρώ.
Δυστυχώς η πολιτική ηγεσία της χώρας, δέσμια μιας αναχρονιστικής και άκρως γραφειοκρατικής κρατικής δομής με πληθώρα άχρηστων διαδικασιών, που αποκλειστικό στόχο είχε και έχει την προστασία των συμφερόντων των συντεχνιών των δημοσίων υπαλλήλων, αδυνατεί να κινηθεί ελεύθερα και να επιταχύνει τους ρυθμούς. Αρκεί μόνο ν’ αναλογισθεί κάποιος ότι χρειάσθηκαν 12 ολόκληροι μήνες για την αξιολόγηση οκτώ προσφορών που αφορούσαν τρία μικρά και μεσαίου μεγέθους κοιτάσματα την στιγμή που η Κύπρος σε διάστημα 8 μηνών όχι μόνο ολοκλήρωσε την αξιολόγηση άνω των 15 προσφορών που αφορούσαν ιδιαίτερα μεγάλα κοιτάσματα αλλά υπέγραψε και τις σχετικές συμβάσεις και εισέπραξε σημαντικά signature bonus (πάνω από €300 εκατ.).
Είναι καιρός πιστεύουμε ν’ αλλάξει επιτέλους η καθ’ όλα απαράδεκτη νοοτροπία και ο τρόπος αντιμετώπισης των εταιρειών από τους κρατικούς λειτουργούς και τον πολιτικό τους περίγυρο, τις οποίες θα πρέπει να ν’ αρχίσουν να βλέπουν περισσότερο (και να τους συμπεριφέρονται ανάλογα) ως συνεργάτες και partners και όχι ως υπηκόους επί των οποίων ασκούν εξουσία. Γιατί στο κάτω κάτω της γραφής οι εταιρείες και οι μέτοχοι τους είναι αυτοί που καλούνται να καταθέσουν τον όβολο τους ώστε να πραγματοποιηθούν οι επενδύσεις, ενισχύοντας έτσι τα κρατικά έσοδα, που μεταξύ άλλων εγγυώνται την συντήρηση του κράτους μαμούθ. Ας το λάβουν αυτό υπ’ όψη τους οι μονίμως αντιδρούντες σε κάθε μορφή επένδυσης και συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα στην αξιοποίηση δημοσίων πλουτοπαραγωγικών πόρων.
Πηγή energia.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου