Στη στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά στους στόχους της έως το 2020 αναφέρθηκε ο υπουργός Περιβάλλοντος Γιάννης Μανιάτης, ο οποίος συμμετέχει στην άτυπη σύνοδο των υπουργών Περιβάλλοντος που γίνεται στο Μιλάνο.
Παράλληλα, ο κ. Μανιάτης αναφέρθηκε επισταμένως στην ανάγκηη πολιτική της Ε.Ε να στραφεί σε πιο ολιστικές παρεμβάσεις και να μηνεξαρτάται αποκλειστικά από την ευημερία των οικονομικών δεικτών.
Αναλυτικά,ο κύριος Μανιάτης ανέφερε «Οι τρέχουσες πολιτικές της ΕΕ αναπτύσσονται στο πλαίσιο της Ευρωπαικής Στρατηγικής για το 2020, η οποία έγινε αποδεκτή ως η κυρίαρχη ευρωπαϊκή στρατηγική αντί της Στρατηγικής για την Αειφόρο Ανάπτυξη, η οποία ακολουθεί μια πιο ολιστική προσέγγιση.
Αν και η Στρατηγική για το 2020 στοχεύει στην ανάπτυξη και τις θέσεις εργασίας, στην πράξη, εστιάζει στα μέτρα λιτότητας προκειμένου να πετύχει τη μείωση των εθνικών χρεών και να αντιμετωπίσει τις δημοσιονομικές και οικονομικές προκλήσεις.
Αναμφίβολα, αυτά είναι πολύ σοβαρά προβλήματα για αρκετά Κράτη Μέλη. Παρόλα αυτά, ήταν προφανές ότι η λύση στην οικονομική κρίση δεν θα μπορούσε να βασίζεται στα ίδια συστατικά με εκείνα της Στρατηγικής της Λισσαβόνας. Η στρατηγική της ΕΕ για το 2020 έχει αποτύχει να ενσωματώσει επαρκώς τόσο την κοινωνική, όσο και την περιβαλλοντική διάσταση. Επιτρέπουμε στην οικονομία, όπως μετράται από το ΑΕΠ, να είναι ο πρωταρχικός στόχος και όχι το μέσον.
Η Ευρώπη δεν μπορεί να ξεπεράσει την παρούσα κρίση με παραδοσιακές λύσεις. Το συμβατικό μοντέλο ανάπτυξης πρέπει να αντικατασταθεί από ένα καινούργιο, στο οποίο η ευημερία των πολιτών θα είναι στο κέντρο των πολιτικών και όχι η οικονομική μεγέθυνση και η αύξηση οικονομετρικών δεικτών».
Σύμφωνα με τον κύριο Μανιάτη «η σωστή οδός προς το μέλλον είναι να κινηθούμε προς μια ενεργειακά αποδοτική και κυκλική οικονομία. Οι πολιτικές για το Περιβάλλον και το Κλίμα προσφέρουν μεγάλες δυνατότητες για τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης και σημαντικές ευκαιρίες ανάπτυξης που δεν πρέπει να χαθούν. Τομείς όπως τα απόβλητα και η αποδοτική χρήση των πόρων και της ενέργειας στα κτίρια, είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Αυτό πρέπει να αντανακλάται στη Στρατηγική της ΕΕ για το 2020. Η ενδιάμεση αξιολόγηση αποτελεί μια μοναδική ευκαιρία για την ενδυνάμωση της περιβαλλοντικής διάστασης της στρατηγικής αυτής και την πληρέστερη ενσωμάτωση των πράσινων πολιτικών στο Ευρωπαϊκό Εξάμηνο. Αυτό απαιτεί μια πιο ενεργή συμμετοχή του Συμβουλίου Περιβάλλοντος στη διαδικασία διακυβέρνησης.
Δεν μπορεί πια να είναι μόνο το ECOFIN, ή το EUROGROUP, που έχουν το βαρύνοντα λόγο αναφορικά με το μέλλον των Ευρωπαϊκών κοινωνιών.
Αρκεί να σημειώσω ότι, σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, υπολογίζεται ότι με ετήσιο κόστος μόλις 5,8 δισεκατομμυρίων ευρώ, η διαχείριση των 27.000 περιοχών NATURA σε πανευρωπαϊκό επίπεδο μπορεί να αποδώσει ετησίως οφέλη της τάξεως των 200-300 δισεκατομμυρίων ευρώ, από τη διατήρηση υπηρεσιών των οικοσυστημάτων. Αυτό το ποσό αναλογεί σχεδόν στο 2,5% του Ευρωπαϊκού ΑΕΠ. Τέτοιοι δείκτες δεν υπολογίζονται πουθενά και από κανέναν.
Αναφορικά με το θέμα των δεικτών, επιτρέψτε μου να σας υπενθυμίσω τι είπε κάποτε ο Robert F. Kennedy: “το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν μιας χώρας (ΑΕΠ) μετρά τα πάντα, εκτός από ό,τι κάνει τη ζωή να αξίζει τον κόπο”.
Είναι καιρός πλέον να αντικαταστήσουμε το ΑΕΠ ως μέτρο της επιτυχίας μας, με πιο ολιστικούς δείκτες που θα λαμβάνουν επίσης υπόψη και άλλες πολύ σημαντικές παραμέτρους, όπως η κατανομή του πλούτου, η εκπαίδευση, η κοινωνική συνοχή, η εξάντληση των φυσικών πόρων, ο ελεύθερος χρόνος, η ποιότητα του περιβάλλοντος, κλπ.
Κατά τη διαδικασία αντιμετώπισης των δημοσιονομικών και νομισματικών προκλήσεων, έχουμε την ευκαιρία να προωθήσουμε το ζήτημα της αειφορίας και της αποδοτικότητας και εξοικονόμησης των πόρων, τα οποία είναι αλληλένδετα με τα οικοσυστήματα και τις οικοσυστημικές υπηρεσίες. Αν αυτά είχαν αναγνωριστεί ως μέρος του εθνικού και ευρωπαϊκού κεφαλαίου, θα είχαμε μια διαφορετική άποψη και κατάταξη για τις δυνατότητες όλων των χωρών της Ένωσης και όχι μόνο.
Αναμφίβολα, αυτές οι έννοιες δεν έχουν ακόμα ενσωματωθεί στη χάραξη της πολιτικής. Υποστηρίζουμε πλήρως την ένταξη του στόχου της αποδοτικότητας και εξοικονόμησης των πόρων. Ωστόσο, ο στόχος αυτός πρέπει να διατυπωθεί σωστά, προκειμένου να αντανακλά με αντικειμενικό τρόπο τις διαφορές στην παραγωγική βάση και την οικονομική δομή των κρατών μελών. Δεν μπορεί με απλοϊκούς δείκτες να μετράται τόσο η εξοικονόμηση πόρων σε οικονομίες που στηρίζονται στην παροχή κυρίως χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, όσο και σε οικονομίες με σημαντική συμβολή του πρωτογενούς τομέα και ασθενή τριτογενή τομέα.
Περισσότερες προσπάθειες πρέπει να γίνουν για την περαιτέρω ανάπτυξη κατάλληλων δεικτών. Ο προτεινόμενος δείκτης παραγωγικότητας των πόρων και ο συσχετισμός του με το ΑΕΠ δεν λαμβάνει υπόψη τις προαναφερθείσες διαφορές μεταξύ των κρατών μελών και ευνοεί τις οικονομίες που βασίζονται κυρίως στις υπηρεσίες».
Παράλληλα, ο κ. Μανιάτης αναφέρθηκε επισταμένως στην ανάγκηη πολιτική της Ε.Ε να στραφεί σε πιο ολιστικές παρεμβάσεις και να μηνεξαρτάται αποκλειστικά από την ευημερία των οικονομικών δεικτών.
Αναλυτικά,ο κύριος Μανιάτης ανέφερε «Οι τρέχουσες πολιτικές της ΕΕ αναπτύσσονται στο πλαίσιο της Ευρωπαικής Στρατηγικής για το 2020, η οποία έγινε αποδεκτή ως η κυρίαρχη ευρωπαϊκή στρατηγική αντί της Στρατηγικής για την Αειφόρο Ανάπτυξη, η οποία ακολουθεί μια πιο ολιστική προσέγγιση.
Αν και η Στρατηγική για το 2020 στοχεύει στην ανάπτυξη και τις θέσεις εργασίας, στην πράξη, εστιάζει στα μέτρα λιτότητας προκειμένου να πετύχει τη μείωση των εθνικών χρεών και να αντιμετωπίσει τις δημοσιονομικές και οικονομικές προκλήσεις.
Αναμφίβολα, αυτά είναι πολύ σοβαρά προβλήματα για αρκετά Κράτη Μέλη. Παρόλα αυτά, ήταν προφανές ότι η λύση στην οικονομική κρίση δεν θα μπορούσε να βασίζεται στα ίδια συστατικά με εκείνα της Στρατηγικής της Λισσαβόνας. Η στρατηγική της ΕΕ για το 2020 έχει αποτύχει να ενσωματώσει επαρκώς τόσο την κοινωνική, όσο και την περιβαλλοντική διάσταση. Επιτρέπουμε στην οικονομία, όπως μετράται από το ΑΕΠ, να είναι ο πρωταρχικός στόχος και όχι το μέσον.
Η Ευρώπη δεν μπορεί να ξεπεράσει την παρούσα κρίση με παραδοσιακές λύσεις. Το συμβατικό μοντέλο ανάπτυξης πρέπει να αντικατασταθεί από ένα καινούργιο, στο οποίο η ευημερία των πολιτών θα είναι στο κέντρο των πολιτικών και όχι η οικονομική μεγέθυνση και η αύξηση οικονομετρικών δεικτών».
Σύμφωνα με τον κύριο Μανιάτη «η σωστή οδός προς το μέλλον είναι να κινηθούμε προς μια ενεργειακά αποδοτική και κυκλική οικονομία. Οι πολιτικές για το Περιβάλλον και το Κλίμα προσφέρουν μεγάλες δυνατότητες για τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης και σημαντικές ευκαιρίες ανάπτυξης που δεν πρέπει να χαθούν. Τομείς όπως τα απόβλητα και η αποδοτική χρήση των πόρων και της ενέργειας στα κτίρια, είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Αυτό πρέπει να αντανακλάται στη Στρατηγική της ΕΕ για το 2020. Η ενδιάμεση αξιολόγηση αποτελεί μια μοναδική ευκαιρία για την ενδυνάμωση της περιβαλλοντικής διάστασης της στρατηγικής αυτής και την πληρέστερη ενσωμάτωση των πράσινων πολιτικών στο Ευρωπαϊκό Εξάμηνο. Αυτό απαιτεί μια πιο ενεργή συμμετοχή του Συμβουλίου Περιβάλλοντος στη διαδικασία διακυβέρνησης.
Δεν μπορεί πια να είναι μόνο το ECOFIN, ή το EUROGROUP, που έχουν το βαρύνοντα λόγο αναφορικά με το μέλλον των Ευρωπαϊκών κοινωνιών.
Αρκεί να σημειώσω ότι, σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, υπολογίζεται ότι με ετήσιο κόστος μόλις 5,8 δισεκατομμυρίων ευρώ, η διαχείριση των 27.000 περιοχών NATURA σε πανευρωπαϊκό επίπεδο μπορεί να αποδώσει ετησίως οφέλη της τάξεως των 200-300 δισεκατομμυρίων ευρώ, από τη διατήρηση υπηρεσιών των οικοσυστημάτων. Αυτό το ποσό αναλογεί σχεδόν στο 2,5% του Ευρωπαϊκού ΑΕΠ. Τέτοιοι δείκτες δεν υπολογίζονται πουθενά και από κανέναν.
Αναφορικά με το θέμα των δεικτών, επιτρέψτε μου να σας υπενθυμίσω τι είπε κάποτε ο Robert F. Kennedy: “το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν μιας χώρας (ΑΕΠ) μετρά τα πάντα, εκτός από ό,τι κάνει τη ζωή να αξίζει τον κόπο”.
Είναι καιρός πλέον να αντικαταστήσουμε το ΑΕΠ ως μέτρο της επιτυχίας μας, με πιο ολιστικούς δείκτες που θα λαμβάνουν επίσης υπόψη και άλλες πολύ σημαντικές παραμέτρους, όπως η κατανομή του πλούτου, η εκπαίδευση, η κοινωνική συνοχή, η εξάντληση των φυσικών πόρων, ο ελεύθερος χρόνος, η ποιότητα του περιβάλλοντος, κλπ.
Κατά τη διαδικασία αντιμετώπισης των δημοσιονομικών και νομισματικών προκλήσεων, έχουμε την ευκαιρία να προωθήσουμε το ζήτημα της αειφορίας και της αποδοτικότητας και εξοικονόμησης των πόρων, τα οποία είναι αλληλένδετα με τα οικοσυστήματα και τις οικοσυστημικές υπηρεσίες. Αν αυτά είχαν αναγνωριστεί ως μέρος του εθνικού και ευρωπαϊκού κεφαλαίου, θα είχαμε μια διαφορετική άποψη και κατάταξη για τις δυνατότητες όλων των χωρών της Ένωσης και όχι μόνο.
Αναμφίβολα, αυτές οι έννοιες δεν έχουν ακόμα ενσωματωθεί στη χάραξη της πολιτικής. Υποστηρίζουμε πλήρως την ένταξη του στόχου της αποδοτικότητας και εξοικονόμησης των πόρων. Ωστόσο, ο στόχος αυτός πρέπει να διατυπωθεί σωστά, προκειμένου να αντανακλά με αντικειμενικό τρόπο τις διαφορές στην παραγωγική βάση και την οικονομική δομή των κρατών μελών. Δεν μπορεί με απλοϊκούς δείκτες να μετράται τόσο η εξοικονόμηση πόρων σε οικονομίες που στηρίζονται στην παροχή κυρίως χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, όσο και σε οικονομίες με σημαντική συμβολή του πρωτογενούς τομέα και ασθενή τριτογενή τομέα.
Περισσότερες προσπάθειες πρέπει να γίνουν για την περαιτέρω ανάπτυξη κατάλληλων δεικτών. Ο προτεινόμενος δείκτης παραγωγικότητας των πόρων και ο συσχετισμός του με το ΑΕΠ δεν λαμβάνει υπόψη τις προαναφερθείσες διαφορές μεταξύ των κρατών μελών και ευνοεί τις οικονομίες που βασίζονται κυρίως στις υπηρεσίες».
Πηγή energia.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου