Η ελληνική πολιτεία αρχίζει να αντιλαμβάνεται τη σημασία της αξιοποίησης υδρογονανθράκων που βρίσκονται στην επικράτεια της. Με τις συντηρητικότερες εκτιμήσεις, μπορούμε να αποκτήσουμε άλλους τρεις ή και τέσσερις ακόμη Πρίνους, που θα μπορούσαν να αποφέρουν ετήσια έσοδα της τάξης των 10-15 δισ. δολαρίων.
Τα νούμερα αυτά δεν τα λέμε εμείς. Για πρώτη φορά ακούστηκαν τόσο ξεκάθαρα από τον εκπρόσωπο του πλέον αρμόδιου υπουργείου, τον υφυπουργό ΠΕΚΑ Γιάννη Μανιάτη, στη χθεσινή εκδήλωση του ΙΕΝΕ. Πράγμα που σημαίνει ότι δεν λέγονται ούτε τυχαία, ούτε στον αέρα. Φαίνεται ότι η πολιτεία έχει κάνει κάποιες έρευνες για να μιλά τόσο συγκεκριμένα δημόσια ο υφυπουργός. Ανάλογα νούμερα δεν είχαμε ακούσει ως τώρα.
Σε μια περίοδο, λοιπόν, που η οικονομία της χώρας βρίσκεται στο ναδίρ, είναι εύλογο ότι η αξιοποίηση του πλούτου των θαλασσών μας μπορεί να αποτελέσει ένα σημαντικό διέξοδο και όχι μόνον για οικονομικούς λόγους. Είναι ενθαρρυντικό το γεγονός ή εν πάση περιπτώσει για πρώτη φορά φαίνεται ότι κάτι κινείται, όταν η πολιτεία δεσμεύεται ότι θα φέρει σύντομα στη Βουλή το τελικό σχέδιο νόμου για το φορέα έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων. Ως εδώ, θα μπορούσε να πει κανείς ότι, ναι, άρχισαν να γίνονται κάποια βήματα. Αρκούν όμως αυτά;
Σαφώς και όχι. Διότι τι να το κάνουμε το θεσμικό πλαίσιο όταν δεν έχουμε λύσει τα πιο κρίσιμα ζητήματα ώστε να προχωρήσουμε πράγματι απρόσκοπτα, όπως επιχειρεί η Κύπρος, στην εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων που υπάρχουν στις θάλασσες μας;
Η Ελλάδα μπροστά στην επιθετική συμπεριφορά της Τουρκίας, που επιδιώκει συνεκμετάλλευση στο Αιγαίο, περιορίζεται σε διπλωματικές κινήσεις, που ελάχιστα επηρεάζουν τη γείτονα. Ουδέποτε διανοήθηκε να απαντήσει το ίδιο επιθετικά. Το χειρότερο. Ουδέποτε διεκδίκησε αυτά που της ανήκουν και τα δικαιούται με βάση το διεθνές δίκαιο της θάλασσας. Και πρώτα-πρώτα, δεν έχει λύσει το θέμα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας. Δέχεται a priori τα έξι ναυτικά μίλια, όταν γνωρίζει ότι με βάση το διεθνές δίκαιο μπορεί να επεκταθεί ως τα 12 ναυτικά μίλια. Επιτρέπει στην Τουρκία να αμφισβητεί την υφαλοκρηπίδα μας, όταν γνωρίζει ότι τη διαθέτουμε κληρονομικώ δικαίω, όπως όλα τα κράτη, άλλωστε.
Επιτρέπει να αναπτύσσεται μια επικίνδυνη φιλολογία γύρω από την ανάγκη καθορισμού ΑΟΖ και εν μέρει δείχνει να την υιοθετεί. Όταν οφείλει να γνωρίζει ότι δεν χρειαζόμαστε ΑΟΖ για να προχωρήσουμε στις έρευνες υδρογονανθράκων. Αρκεί η υφαλοκρηπίδα, έννοια που εμπεριέχει την ΑΟΖ.
Μπορεί να στριμώξει στη γωνία την Τουρκία σε ό,τι αφορά τα θέματα αυτά, έχοντας το πάνω χέρι, από τη στιγμή που το γειτονικό κράτος έχει αποδεχθεί ότι έχει πρόβλημα γεωγραφικό, είναι, δηλαδή, ένα γεωγραφικώς μειονεκτούν κράτος, συνεπώς, την ευχέρεια των χειρισμών την έχει μόνον η Ελλάδα για την οριοθέτηση της θαλάσσιας πρόσβασης της Τουρκίας.
Σε ένα γείτονα που επιμένει να κάνει «τσαμπουκάδες» η Ελλάδα φέρεται με το γάντι. Και φυσικά προκαλεί εύλογα ερωτηματικά η ελληνική πολιτική συμπεριφορά στα ζητήματα αυτά και στη στάση που κρατά έναντι της Τουρκίας. Βεβαίως, να υπηρετήσουμε τις σχέσεις καλής γειτονίας, αλλά όταν αυτό είναι σε βάρος της χώρας μας, κάπου πρέπει να τραβήξουμε μία κόκκινη γραμμή.
Δυστυχώς, ως τώρα οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν έχουν επιδείξει το πολιτικό σθένος να κάνουν κάτι τέτοιο. Το γιατί παραμένει ένα ερώτημα.
Τώρα βγαίνουμε και λέμε, ναι, έχουμε υδρογονάνθρακες, ναι, μπορούμε να αποκτήσουμε πολύτιμα έσοδα από την εκμετάλλευση τους, ναι, θέλουμε να προχωρήσουμε στις έρευνες. Ας ευχηθούμε ότι κι αυτή τη φορά δεν θα περιορισθούμε μόνον στα λόγια. Θα ακολουθήσουν και πράξεις ουσίας.
Πηγή energia.gr