Από τα 2,26 δισεκατομμύρια παιδιά σε όλο τον κόσμο σχεδόν τα 2
δισεκατομμύρια ζουν σε περιοχές με μη ασφαλή επίπεδα ρύπανσης του αέρα,
ενώ 300 εκατομμύρια εξ αυτών εκτίθενται σε επίπεδα ρύπανσης περισσότερο
από έξι φορές υψηλότερα από τα όρια ασφαλείας που ορίζονται από τον
Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας.
Σύμφωνα με νέα έκθεση από την Unicef, το 33% περίπου από τα 2
δισεκατομμύρια παιδιά που αναπνέουν τοξικό αέρα ζουν στη βόρεια Ινδία
και τις γειτονικές χώρες, διακινδυνεύοντας σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία
τους.
Τα παιδιά αντιμετωπίζουν πολύ μεγαλύτερους κινδύνους για την υγεία
από τη ρύπανση του αέρα σε σχέση με τους ενήλικες. Τα παιδιά αναπνέουν
έως και δύο φορές πιο γρήγορα, λαμβάνοντας περισσότερο αέρα σε σχέση με
το σωματικό βάρος τους, ενώ τα σώματά τους βρίσκονται ακόμα υπό ανάπτυξη
και είναι ευάλωτα.
«Ο αντίκτυπος είναι συγκλονιστικός, με 600.000 παιδιά κάτω των 5 ετών
σε όλο τον κόσμο να πεθαίνουν κάθε χρόνο από ασθένειες που σχετίζονται
με τη ρύπανση του αέρα», δήλωσε στην έκθεση ο εκτελεστικός διευθυντής
της Unicef, Άντονι Λέικ. «Εκατομμύρια άλλα παιδιά υποφέρουν από
αναπνευστικές παθήσεις που μειώνουν την αντοχή τους και επηρεάζουν τη
σωματική και γνωστική τους ανάπτυξη», όπως πρόσθεσε.
Από αυτά τα 2 δισεκατομμύρια παιδιά που εκτίθενται στον τοξικό αέρα, η
έκθεση υπολογίζει πως τα 620 εκατομμύρια ζουν στη Νότια Ασία, και
κυρίως τη βόρεια Ινδία. Άλλα 520 εκατομμύρια παιδιά αναπνέουν τοξικό
αέρα στην Αφρική, και 450 εκατομμύρια στην Ανατολική Ασία, κυρίως στην
Κίνα.
Η έκθεση χρησιμοποίησε συνδυασμό δορυφορικών εικόνων της ρύπανσης και
δεδομένων από το έδαφος, μαζί με τα δημογραφικά χαρακτηριστικά, ώστε να
καθορίσει ποιοι πληθυσμοί βρίσκονται στις περιοχές υψηλότερου κινδύνου.
Η νεότερη έρευνα έρχεται να επιβεβαιώσει τα στοιχεία του Παγκόσμιου
Οργανισμού Υγείας, όπου αναφέρουν πως το 87% του παγκοσμίου πληθυσμού
ζει σε περιοχές όπου η ρύπανση της ατμόσφαιρας ξεπερνά τα όρια ασφαλείας
που έχει θέσει ο Οργανισμός.
Το όριο ασφαλείας του οργανισμού έχει οριστεί στα δέκα μικρογραμμάρια
σωματιδίων ΡΜ2.5 ανά κυβικό μέτρο, δηλαδή των μικροσωματιδίων με
διάμετρο έως 2,5 χιλιοστά. Τα ΡΜ2.5 θεωρούνται τα πιο επιβλαβή
σωματίδια, καθώς η μικρή διάμετρος τους επιτρέπει να διεισδύουν βαθιά
στους πνεύμονες και να προκαλούν καρδιαγγειακά νοσήματα, καρκίνο και
άλλες παθήσεις.
Μικροσωματίδια
Μεταξύ 1990 και 2013, ο παγκόσμιος πληθυσμός που εκτίθεται σε
επικίνδυνα επίπεδα PM2.5 αυξήθηκε κατά 20,4 τοις εκατό, κυρίως στη νότια
και νοτιοανατολική Ασία, καθώς και συνολικά στην Κίνα, σύμφωνα με τα
ευρήματα της ομάδας με επικεφαλής τον Μάικλ Μπάουερ του Πανεπιστημίου
της Βρετανικής Κολομβίας. Αυξήσεις παρατηρήθηκαν μεταξύ άλλων και στον
δυτικό Καναδά, τη Νότια Αμερική και τη Μέση Ανατολή. Ωστόσο στις
περισσότερες χώρες υψηλού εισοδήματος ο πληθυσμός αυτός μειώθηκε. Αξίζει
να σημειωθεί πως μόλις το 0,4% του πληθυσμού της Κίνας και το 0,01% του
πληθυσμού της Ινδίας ζει σε περιοχές όπου δεν παραβιάζεται το όριο
ασφαλείας του Παγκοσμίου Οργανισμού Υγείας.
Για τη μελέτη, οι ερευνητές συνδύασαν εκτιμήσεις από δορυφορικά
δεδομένα, προσομοιώσεις μεταφοράς χημικών ουσιών και επίγειες μετρήσεις
από 79 διαφορετικές χώρες, ώστε να υπολογίσουν τον ετήσιο μέσο όρο
σωματιδίων PM2.5 και τις συγκεντρώσεις του όζοντος για πενταετή
διαστήματα μεταξύ 1990-2010 και ξεχωριστά για το έτος 2013. Στη συνέχεια
εφάρμοσαν αυτές τις εκτιμήσεις σε 188 χώρες. Η υψηλότερη συγκέντρωση
ΡΜ2.5 καταγράφηκε στη Σιτζιαζουάνγκ, την πρωτεύουσα της επαρχίας Χεμπέι
στην Κίνα, ενώ η χαμηλότερη ήταν στη Σολντότνα της Αλάσκας.
Κίνδυνοι υπέρτασης
Άλλες έρευνες έχουν δείξει πως η ατμοσφαιρική ρύπανση αυξάνει τον
κίνδυνο υπέρτασης, ακόμη και σε πόλεις όπου τα επίπεδα ρύπανσης είναι
αρκετά κάτω από τα ευρωπαϊκά όρια ασφαλείας. Τον κίνδυνο φαίνεται να
αυξάνει και η διαρκής έκθεση σε περιοχές με μεγάλη ηχορύπανση.
Η συνεχής έκθεση των ανθρώπων στη ρύπανση της ατμόσφαιρας και στο
θόρυβο των οχημάτων αυξάνει τα περιστατικά υπέρτασης, σύμφωνα με μια νέα
επιστημονική έρευνα, την μεγαλύτερη του είδους της μέχρι σήμερα στον
κόσμο.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την καθηγήτρια περιβαλλοντικής
επιδημιολογίας Μπάρμπαρα Χόφμαν του γερμανικού Πανεπιστημίου Χάινριχ
Χάινε του Ντίσελντορφ, έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ευρωπαϊκό
καρδιολογικό περιοδικό «European Heart Journal», παρακολούθησαν πάνω από
41.000 ανθρώπους σε πέντε χώρες (Γερμανία, Ισπανία, Νορβηγία, Δανία,
Σουηδία) για διάστημα πέντε έως εννέα ετών.
Στην αρχή της έρευνας κανείς από τους συμμετέχοντες δεν είχε
υπέρταση, αλλά στο τέλος της μελέτης το 15% είχαν πλέον εμφανίσει
αυξημένη αρτηριακή πίεση.
Διαπιστώθηκε ότι για κάθε πέντε παραπάνω μικρογραμμάρια σωματιδίων
ΡΜ2.5 (με διάμετρο μικρότερη των 2,5 εκατομμυριοστών του μέτρου) ανά
κυβικό μέτρο αέρα, ο κίνδυνος υπέρτασης αυξάνεται κατά 22% για όσους
ζουν στις περιοχές με τη μεγαλύτερη ρύπανση.
Ο αυξημένος κίνδυνος από τη ρύπανση ισοδυναμεί με τον παραπάνω
κίνδυνο που έχει ένας υπέρβαρος άνθρωπος με δείκτη μάζας σώματος 25-30,
σε σχέση με έναν που έχει φυσιολογικό βάρος, με δείκτη 18.5-25.
Σχετικά με την ηχορύπανση, διαπιστώθηκε ότι όσοι ζουν σε δρόμους όπου
τα μέσα επίπεδα θορύβου τα βράδια φθάνουν τα 50 ντεσιμπέλ, έχουν κατά
6% μεγαλύτερο κίνδυνο υπέρτασης, σε σχέση με όσους ζουν σε πιο ήσυχους
δρόμους με μέσα επίπεδα θορύβου το πολύ 40 ντεσιμπέλ.
Οι ερευνητές επεσήμαναν ότι αυξημένος κίνδυνος υπέρτασης παρατηρείται
ακόμη και σε πόλεις όπου τα επίπεδα ρύπανσης του αέρα είναι αρκετά κάτω
από τα ευρωπαϊκά όρια ασφαλείας.
Όσον αφορά τους πιθανούς βιολογικούς μηχανισμούς μέσω των οποίων
επιβαρύνονται η καρδιά και τα αιμοφόρα αγγεία, η ρύπανση μπορεί να
προκαλέσει τοπική και συστημική φλεγμονή στον οργανισμό, οξειδωτικό
στρες και ανισορροπία στο νευρικό σύστημα.
Ο θόρυβος από την άλλη, επηρεάζει τόσο το νευρικό, όσο και το ορμονικό σύστημα.
«Η έρευνα δείχνει ότι η τωρινή νομοθεσία δεν προστατεύει τους πολίτες
επαρκώς από τις συνέπειες της ρύπανσης του αέρα. Με δεδομένο ότι η
ατμοσφαιρική ρύπανση είναι πανταχού παρούσα και η υπέρταση είναι ο πιο
σημαντικός παράγων καρδιαγγειακού κινδύνου, τα νέα ευρήματα έχουν
σημαντικές συνέπειες από άποψη δημόσιας υγείας και συνηγορούν υπέρ της
υιοθέτησης αυστηρότερων κανονισμών για τη ρύπανση», δήλωσε η επικεφαλής
της έρευνας, Μπάρμπαρα Χόφμαν.
(Πηγή: Ημερησία)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου