Τις τελευταίες εβδομάδες έχουμε κυριολεκτικά βαρεθεί να διαβάζουμε και να ακούμε δηλώσεις και αναλύσεις ειδικών και μη για τα τεράστια κοιτάσματα πετρελαίου και φ. αερίου που διαθέτει η Ελλάδα και ιδίως αυτά που κρύβει ο βυθός της Κρήτης, τα οποία εάν τα εκμεταλλευτούμε θα μπορούσε ως δια μαγείας να λυθεί το οικονομικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα. Και μάλιστα επιρρίπτονται σοβαρές ευθύνες από αρκετούς σχολιαστές στη σημερινή κυβέρνηση για δήθεν ολιγωρία και αδράνεια στο να λάβει τις απαραίτητες αποφάσεις, όπως λόγου χάρη η άμεση ανακήρυξη της ΑΟΖ, ώστε από αύριο κιόλας να ξεκινήσουν οι γεωτρήσεις που θα φέρουν στην επιφάνεια τις πολύτιμες πρώτες ύλες η διάθεση των οποίων θεωρείται ήδη εξασφαλισμένη.
Μάλιστα τα νούμερα που ακούγονται για τα «κλειδωμένα» έσοδα του δημοσίου από μία στοχευμένη εκμετάλλευση, ανάλογα με τον αρθρογράφο και τον αναλυτή, κυμαίνονται από 150 δις, στα 450 δις ευρώ έως και στα 1.3 τρις ευρώ σε βάθος εικοσαετίας ή και τριακονταετίας. Είναι δε τόση η εμμονή, η ψύχωση θα λέγαμε καλύτερα, ορισμένων πολιτικών και οικονομικών παραγόντων με το θέμα των υδρογονανθράκων, τα οποία κάπως όψιμα ανακάλυψαν ως την σωσίβιο λέμβο του Ελληνικού οικονομικού ναυαγίου, που δεν διστάζουν να προτείνουν ακόμα και τελείως ανεδαφικές λύσεις όπως η προπώληση ποσοτήτων πετρελαίου μέσω τιτλοποιήσεως μελλοντικών εσόδων, από την προσδοκώμενη παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου. Βέβαια μία τέτοια προσέγγιση προϋποθέτει άριστη γνώση των κοιτασμάτων, της τοποθεσίας τους, του μεγέθους τους, της προσδοκώμενης παραγωγής τους, της εκτιμώμενης ροής τους (δηλ. χιλιάδες βαρέλια ανά ημέρα ή εκατ. κυβικά μέτρα τον χρόνο) καθώς και έναν τέλειο σχεδιασμό για την άντληση και μεταφορά των υποτιθέμενων ποσοτήτων.
Όμως, βάσει της σημερινής πληροφόρησης, εμπειρίας και κυρίως χαρτογράφησης του Ελληνικού υπεδάφους τίποτε που να πλησιάζει έστω οριακά τ’ ανωτέρω προαπαιτούμενα δεν υπάρχει. Όχι ότι δεν υπάρχει τίποτε, αλλά η γνώση που διαθέτουμε για τα λίγα γνωστά και βεβαιωμένα κοιτάσματα είναι και αυτή περιορισμένη. Για αυτό και ευρίσκονται σε εξέλιξη οι σεισμικές έρευνες σε Ιόνιο και Νότια Κρήτη (κάτι που έπρεπε να είχε γίνει δέκα με δέκα πέντε χρόνια πριν) ώστε ν’ αποκτήσουμε επιτέλους μία βασική γνώση για τις ενδείξεις που υπάρχουν. Για αυτό και ευρίσκεται επίσης σε εξέλιξη ο διαγωνισμός Open Door στη Δυτική Ελλάδα όπου εντός του 2013 θα υπάρξουν ανάδοχοι εταιρείες που θ’ αναλάβουν την περαιτέρω εξερεύνηση και ενδεχομένως παραγωγή από συγκεκριμένα κοιτάσματα. Πράγματι, υπάρχει μία σειρά από γνωστά κοιτάσματα σε διάφορα μέρη της χώρας όπως στο Κατάκολο, στον Πατραϊκό, στα Ιωάννινα στη Δυτική Ελλάδα, στην Επανομή, στον Θερμαϊκό, στα ανατολικά και δυτικά της Θάσου και στην Ανατολική Θράκη. Και υπάρχει ασφαλώς και ο Πρίνος, το μοναδικό εν ενεργεία κοίτασμα στον ελληνικό χώρο που έχει μέχρι σήμερα απόδοση 120 εκατ. βαρέλια πετρελαίου (έναντι των 40 εκατ. βαρελιών που αρχικά είχε εκτιμηθεί όταν άρχισε η εκμετάλλευσή του το 1981), ο οποίος τριάντα χρόνια μετά εξακολουθεί να παράγει μικρές ποσότητες πετρελαίου με προοπτική, τώρα που διευθετήθηκε η νομική εκκρεμότητα με την αδειοδότηση βάσει του Ν.4001/2011, η ανάδοχη εταιρεία που είναι και ο operator, δηλ. η Energean Oil & Gas, να προχωρήσει στην υλοποίηση των απαραίτητων επενδύσεων με στόχο να αυξηθεί έτσι η παραγωγή, από τα σημερινά 2.500 βαρέλια την ημέρα στα 8.000-10.000 βαρέλια, αξιοποιώντας το πεδίο Ε και το κοίτασμα του Βόρειου Πρίνου.
Σύμφωνα με τις πλέον πρόσφατες επιστημονικές ανακοινώσεις η Ελλάδα διαθέτει έντεκα βεβαιωμένα κοιτάσματα πετρελαίου και φ. αερίου κυρίως σε περιοχές όπως η Δυτική Ελλάδα και η Βόρεια Ελλάδα με πληροφορίες για το μέγεθός τους να έχουμε από γεωτρήσεις και σεισμικά. Υπάρχουν δε και ενδείξεις, κυρίως από γεωλογική και γεωφυσική έρευνα, για υποθαλάσσια κοιτάσματα νοτίως της Κρήτης αλλά και στα Δωδεκάνησα. Επειδή οι πληροφορίες που έχουμε, αναλογικά με το μέγεθος της χώρας είναι περιορισμένες, διεσπαρμένες και επιστημονικά ανομοιογενείς είναι εξαιρετικά δύσκολο να υπολογίσουμε, ή να εκτιμήσουμε με κάποια στοιχειώδη ακρίβεια, το αξιοποιήσιμο υδρογονανθρακικό δυναμικό. Εδώ θα πρέπει να διευκρινίσουμε την σοβαρή διαφορά που υπάρχει μεταξύ των βεβαιωμένων κοιτασμάτων (proven reserves) όπως αυτά του Πρίνου, της Επανομής, του Κατάκολου, όπου έχουν γίνει γεωτρήσεις και έχουμε μία αρκετά καλή εικόνα των γεωλογικών δομών και των ενθυλακωμένων ποσοτήτων, των μη βεβαιωμένων κοιτασμάτων (not proven) και των πιθανών (probable), όπου οι πληροφορίες προέρχονται αποκλειστικά από σεισμικές και γεωφυσικές έρευνες και την ανάλυση γεωλογικών δεδομένων.
Έτσι, ορισμένες εκτιμήσεις κάνουν λόγο για ποσότητες που κυμαίνονται από 2.0 – 4.0 δις βαρέλια ισοδύναμου πετρελαίου μη βεβαιωμένων κοιτασμάτων για όλη την Ελλάδα. Με τις εκτιμήσεις αυτές να καλύπτουν συνολικά το δυναμικό διάφορων μικρών, μεσαίων ή και μεγάλου μεγέθους κοιτασμάτων. Εάν όμως αναφερθούμε στο δυναμικό των μέχρι σήμερα βεβαιωμένων κοιτασμάτων θα διαπιστώσουμε ότι αυτό είναι σχετικά μικρό και δεν ξεπερνά τα 200 εκατ. Βαρέλια επί τόπου αποθεμάτων εκ των οποίων τα απολήψιμα είναι κατά πολύ μικρότερα. Η κοινή διαπίστωση από την μέχρι σήμερα επιστημονική εμπειρία είναι ότι η χώρα διαθέτει ορισμένα βεβαιωμένα κοιτάσματα, περιορισμένου μεγέθους και σε πολλές και διαφορετικές τοποθεσίες.
Οι γεωλόγοι πετρελαίου που γνωρίζουν το θέμα και έχουν μελετήσει το ελληνικό υπέδαφος ομιλούν για λίγα, διάσπαρτα και δύσκολα κοιτάσματα. Υπάρχουν δε ενδείξεις μόνο, βάσει γεωλογικών και γεωφυσικών κυρίως στοιχείων, για μεγαλύτερους σχηματισμούς σε υποθαλάσσιες περιοχές δυτικά της Πελοποννήσου, νοτίως της Κρήτης και ανατολικά της Ρόδου. Αποτελεί δε χρυσό κανόνα της επιστήμης της γεωλογίας και ιδιαίτερα της μηχανικής πετρελαίου ότι δεν δυνάμεθα να προσδιορίσουμε το μέγεθος και τα χαρακτηριστικά ενός κοιτάσματος πετρελαίου ή αερίου εάν δεν πραγματοποιήσουμε γεωτρήσεις και μάλιστα σε τουλάχιστον δύο ή και τρεις τοποθεσίες εντός του ίδιου κοιτάσματος. Κάτι τέτοιο απ’ ό,τι γνωρίζουμε δεν έχει γίνει νοτίως της Κρήτης ή αλλού απ’ όπου προέρχονται οι ελπίδες, οι υποσχέσεις, τα όνειρα και οι φαντασιώσεις, θα συμπληρώναμε εμείς, για πακτωλό κοιτασμάτων που παραμένει αναξιοποίητος.
Με την ανωτέρω μας παρατήρηση δεν θέλουμε να φανούμε αρνητικοί ή ν’ απορρίψουμε την προοπτική της χώρας στον τομέα των υδρογονανθράκων. Κάθε άλλο, αφού έχουμε αρθρογραφήσει εκτεταμμένα για την ανάγκη συνεχούς έρευνας και επενδύσεων στον τομέα αυτό υποστηρίζοντας σταθερά και δυνατά επί σειρά ετών την ανάγκη εγχώριας παραγωγής ώστε να μειωθούν οι εισαγωγές αργού. Ούτε είμεθα κατά της ανακήρυξης της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ), την οποία να θυμίσουμε ότι de facto η Ελλάδα έχει ήδη ορίσει για ένα τμήμα της επικράτειας μετά την δημοσίευση χάρτου των ερευνητικών περιοχών στη Δυτική Ελλάδα και Νότια της Κρήτης όπου ήδη εκτελούνται ερευνητικές εργασίες (κατ’ ανάθεση από το ελληνικό κράτος στη νορβηγική εταιρεία PGS). Αυτό ασφαλώς δε σημαίνει ότι η κυβέρνηση δεν πρέπει να προχωρήσει και στην επίσημη, δηλαδή de jure, ανακήρυξη της ΑΟΖ όχι μόνο στα δυτικά και νότια της Κρήτης, αλλά καθ’ όλο το μήκος και πλάτος των θαλασσίων συνόρων μας, δηλαδή βόρεια και ανατολικά του Αιγαίου, νοτιοανατολικά της Κρήτης και των Δωδεκανήσων.
Ούτε επίσης θα υποστηρίξουμε ότι νοτίως της Κρήτης δεν υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις για την ύπαρξη κοιτασμάτων αερίου. Όμως, οφείλουμε να αποσαφηνίσουμε την όλη κατάσταση τονίζοντας ότι ομιλούμε περί ενδείξεων και εκτιμήσεων και όχι περί πιθανών ή βεβαιωμένων κοιτασμάτων. Η δε μεγάλη αναστάτωση που έχει προκύψει τις τελευταίες εβδομάδες για τον χαμένο θησαυρό των κοιτασμάτων πετρελαίου και φ. αερίου που διαθέτει εν είδει νέου Ελντοράντο η Ελλάδα, ιδίως μετά την δημοσιοποίηση της περιβόητης έκθεσης της Deutche Βank, δεν είναι άσχετη ούτε ασύνδετη με το Μνημόνιο και τη ν πρόσφατη χρηματοδότηση μαμούθ των 50 και πλέον δις ευρώ, που αντιστοιχεί σχεδόν μ στο 25% το ΑΕΠ της χώρας.
Είναι προφανές ότι μέσω των εκτιμήσεων της Deutche Bank, ο γερμανικός παράγοντας επιθυμεί, έστω έμμεσα, να δικαιολογήσει κατ’ ουσίαν την απόφαση του για στήριξη της ελληνικής οικονομίας – για την οποία ως γνωστό ελέγχεται από το γερμανικό εκλογικό σώμα – ότι η Ελλάδα διαθέτει δημόσια περιουσία, υπονοώντας ότι εν ανάγκη μπορεί να υποθηκευθεί και να δοθεί ως εγγύηση για εξόφληση των χρημάτων που έχουν ήδη δοθεί και αυτών που θα εκταμιευθούν αργότερα. Ασφαλώς δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι οι δανειστές μας θα μπορέσουν να ελέγξουν ευθέως τα ενεργειακά μας αποθέματα με την υπαγωγή τους στο Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ), όπως και επιδιώκουν, είτε να υποθηκεύσουν τα προσδοκώμενα έσοδα. Επιθυμούν όμως, να προβάλουν τα έσοδα ως ικανό παράγοντα για την βιωσιμότητα του χρέους και την αποφυγή οποιουδήποτε νέου «κουρέματος» το οποίο κρίνεται ως απαραίτητο από μερίδα διεθνών αναλυτών.
Η καγκελάριος Μέρκελ, που πρωτοστατεί μαζί με τον επί Οικονομικών υπουργό της στην ακολουθούμενη ευρωπαϊκή πολιτική, μπορεί τώρα να ισχυρισθεί ότι η Ελλάδα δεν έχει μόνο δημόσια περιουσία. Έχει και φυσικό αέριο, με το οποίο μπορεί να πληρώσει τα χρέη της. Συμπερασματικά, η αλήθεια για τα ελληνικά κοιτάσματα υδρογονανθράκων είναι ότι η χώρα παραμένει από τις πλέον ανεξερεύνητες στην Μεσόγειο και ότι η πληροφόρηση που έχουμε από αξιόπιστες γεωτρήσεις παραμένει και αυτή περιορισμένη. Βάσει της σημερινής γνώσης, και όχι υποθέσεων και ευφάνταστων σεναρίων σαν κι αυτά που χρησιμοποίησε η πρόσφατη έκθεση της Deutche Bank, το βεβαιωμένο πετρελαϊκό δυναμικό της Ελλάδας βασίζεται σε περιορισμένο αριθμό μικρών και μεσαίου μεγέθους κοιτασμάτων, η εκμετάλλευση των οποίων είναι απόλυτα εφικτή αλλά απαιτεί προσεκτικό σχεδιασμό και πολυδάπανες επενδύσεις που θα προέλθουν αποκλειστικά από τις ενδιαφερόμενες εταιρείες. Και αυτά δεν γίνονται από την μία μέρα στην άλλη.
Πηγή energia.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου