Σε προβλέψεις που εκτείνονται ως τη δεκαετία του 2030, οι τρεις οργανισμοί θεωρούν ότι η ζήτηση για ενέργεια παγκοσμίως θα αυξηθεί, ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες θα ευθύνονται για το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης και ότι τα ορυκτά καύσιμα θα εξακολουθήσουν να κυριαρχούν.
Συμφωνούν επίσης στο ότι θα αυξηθεί η εξάρτηση από το πετρέλαιο των χωρών-μελών του ΟΡΕC, αφού μειώνονται τα αποθέματα του πετρελαίου σε χώρες εκτός ΟΡΕC και αυξάνεται το κόστος της άντλησής του. Αλλά υπάρχει ένα μεγάλο πρόβλημα που καθιστά αυτά τα μοντέλα πρόβλεψης για τις αγορές του πετρελαίου τόσο λίγο ρεαλιστικά όσο είναι και η πρόβλεψη ότι άνθρωποι θα προσεδαφιστούν αύριο στον Αρη. Τα τρέχοντα μοντέλα πρόβλεψης προβάλλουν την παγκόσμια ζήτηση για πετρέλαιο βάσει κάποιων μεταβλητών, όπως η οικονομική ανάπτυξη, οι τιμές του πετρελαίου, η τιμή των υποκατάστατων του πετρελαίου και η ζήτηση κατά το παρελθόν. Υπολογίζουν επίσης την παραγωγή των χωρών εκτός ΟΡΕC χρησιμοποιώντας μεταβλητές όπως οι τιμές του πετρελαίου, το κόστος της παραγωγής και η παραγωγή κατά το παρελθόν.
Αλλά, αφού προβλέψουν την παγκόσμια ζήτηση και την προσφορά από χώρες εκτός ΟΡΕC, αυτά τα μοντέλα απλώς συμπεραίνουν ότι ο ΟΡΕC θα προμηθεύσει το υπόλοιπο πετρέλαιο- χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τη συμπεριφορά του ΟΡΕC, ή το γεγονός ότι τα μέλη του ΟΡΕC ενδεχομένως να μην είναι πρόθυμα ή ικανά να καλύψουν την «υπολειπόμενη» ζήτηση.
Για τον λόγο αυτόν, τέτοια μοντέλα εκτιμούν αυτό που είναι γνωστό σαν «κάλυψη από τον ΟΡΕC» προκειμένου να γεφυρωθεί η διαφορά ανάμεσα στην εκτιμώμενη παγκόσμια ζήτηση και προσφορά από χώρες που δεν είναι μέλη του ΟΡΕC.
Η ιδέα για τη δημιουργία ενός μοντέλου πρόβλεψης της «κάλυψης από τον ΟΡΕC» κέρδισε έδαφος μετά το πετρελαϊκό εμπάργκο τον Οκτώβριο του 1973, σε μια περίοδο κατά την οποία λίγοι οικονομολόγοι ήταν εξοικειωμένοι με την πετρελαϊκή αγορά.
Το μέγεθος της ενεργειακής κρίσης προσέλκυσε οικονομολόγους από μεγάλο φάσμα ειδικοτήτων. Για τη διάγνωση του προβλήματος, άνοιξαν το κουτί με τα εργαλεία τους και χρησιμοποίησαν ό,τι ήταν διαθέσιμο: αν δεν απέδιδε το μοντέλο της προσφοράς και της ζήτησης, τότε θα απέδιδε το μοντέλο του μονοπωλίου. Σύμφωνα με το μοντέλο του μονοπωλίου, ο ΟΡΕC θα παράγει πάντοτε τη διαφορά ανάμεσα στην παγκόσμια ζήτηση και στην παραγωγή από χώρες εκτός ΟΡΕC. Αλλά ο ΟΡΕC εξάντλησε τα περιθώρια επιπλέον παραγωγής μεταξύ του 2005 και των αρχών του 2008 και δεν ήταν σε θέση να αυξήσει την παραγωγή καθώς αυξανόταν η ζήτηση. Ετσι, οι τιμές εκτοξεύτηκαν στα ύψη και ξεπέρασαν κάθε προγενέστερη πρόβλεψη.
Είναι σχεδόν αδύνατον για τα μέλη του ΟΡΕC να παράγουν αρκετά ώστε να καλύψουν τη διαφορά ανάμεσα στην εκτιμώμενη παγκόσμια ζήτηση και στη μειούμενη προσφορά από χώρες εκτός ΟΡΕC. Για παράδειγμα, στην πρόσφατη πρόβλεψή της, το βασικό σενάριο εργασίας της ΕΙΑ είναι ότι ως το 2035 ο ΟΡΕC θα έχει αυξήσει την παραγωγή του κατά 11 εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου ημερησίως σε σχέση με την παραγωγή του 2010. Είναι δυνατόν να συμβεί αυτό όταν η παραγωγή από τα υπάρχοντα κοιτάσματα μειώνεται κατά τουλάχιστον 3% ετησίως;
Ας ελέγξουμε την αριθμητική: με ρυθμό μείωσης 3%, ο ΟΡΕC πρέπει ως το 2035 να αυξήσει με νέα κοιτάσματα την παραγωγή κατά επιπλέον 17 εκατ. βαρέλια την ημέρα για να διατηρήσει τη συνολική προσφορά στο επίπεδο του 2010. Αν η ΕΙΑ προβλέπει ότι η παραγωγή του ΟΡΕC θα αυξηθεί κατά 11 εκατ. βαρέλια την ημέρα, ο ΟΡΕC πρέπει να αυξήσει συνολικά την προσφορά κατά 28 εκατ. βαρέλια την ημέρα τα επόμενα 25 χρόνια, να κάνει δηλαδή έναν άθλο που δεν έχει επιτύχει ποτέ ξανά στην ιστορία του. Η τρέχουσα δυνατότητα παραγωγής είναι παρόμοια με αυτή των μέσων της δεκαετίας του 1970. Η κατάσταση γίνεται χειρότερη αν μειωθεί η εκτός ΟΡΕC παραγωγή περισσότερο από το προβλεπόμενο: η τιμή του πετρελαίου θα πρέπει να αυξηθεί σημαντικά προκειμένου να καμφθεί η ζήτηση και να «συμμορφωθεί» με τη χαμηλότερη προσφορά.
Η αδυναμία να πραγματοποιηθεί η αναμενόμενη «κάλυψη από τον ΟΡΕC» και οι υψηλότερες τιμές, ως αποτέλεσμα της μειωμένης προσφοράς, θα δημιουργήσουν εξαιρετικές ευκαιρίες για τις διεθνείς πετρελαϊκές εταιρείες, τους ανεξάρτητους παραγωγούς και τους επενδυτές του ενεργειακού κλάδου. Θα δημιουργήσουν επίσης μια ευκαιρία άλλες πηγές ενέργειας να καλύψουν το κενό που αναμενόταν να καλύψουν οι χώρες-μέλη του ΟΡΕC, αλλά δεν μπόρεσαν.
Ο κ. Ανάς Αλάτζι είναι επικεφαλής οικονομολόγος στο ΝGΡ Εnergy Capital Μanagement.
(από την εφημερίδα "Το Βήμα", 22/9/2010)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου