To κτίριο Δοξιάδη όπως είναι ευρύτερα γνωστό βρίσκεται στους πρόποδες του Λυκαβηττού. Eργο του αρχιτέκτονα και πολεοδόμου Κωνσταντίνου Δοξιάδη, με συνεργάτες τους Τ. Κουραβέλο και Α. Σκέπερς, χτίστηκε σε διαδοχικές φάσεις μεταξύ 1957-1972 και αποτελεί ένα από τα σημαντικά δείγματα του μεταπολεμικού Μοντερνισμού στην Ελλάδα. Η σημασία του ενισχύεται από την κλίμακά του, είναι ένα από τα λίγα μεγάλα κτίρια στο κατακερματισμένο κέντρο της Αθήνας. Και από την πολύ ισχυρή καταγραφή του στη συλλογική μνήμη της πόλης, είναι ένα από τα λίγα αναγνωρίσιμα κτίρια σ’ ένα τόσο ευρύ κοινό. Συσσωρευμένες μνήμες από την ένδοξη εποχή που στέγαζε την έδρα του Γραφείου Δοξιάδη, ενός πραγματικά διεθνούς Ελληνικού Τεχνικού Γραφείου και τις περίφημες Σχολές Δοξιάδη διαμορφώνουν μια συμπυκνωμένη ατμόσφαιρα στο κτίριο και φορτίζουν συναισθηματικά τη συζήτηση γύρω από αυτό. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια το κτίριο δεν είχε αποφύγει τη μοίρα άλλων σημαντικών κτιρίων του Μοντέρνου - αποσυσχετισμένο από το πρόγραμμά του και «θύμα» μιας σειράς επεμβάσεων κινδύνευε να μετατραπεί σταδιακά σε νεκρό κύτταρο στο κέντρο της πόλης.
Επανάχρηση
Πρόσφατα το κτίριο άλλαξε ιδιοκτήτη και ευλόγως ξεκίνησε η συζήτηση σχετικά με το μέλλον του. Με βάση τα σημερινά χωρικά, κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα, τα οποία έχουν αλλάξει σημαντικά από τη δεκαετία του 1960, η επιλογή της μετασκευής του σε κτίριο κατοικιών προσέφερε ίσως τη μοναδική ευκαιρία στο κτίριο να επανενταχθεί οργανικά στη ζωή της πόλης. Παράλληλα με την εισαγωγή του προγράμματος της κατοικίας στο κτίριο τίθενται μια σειρά ερωτημάτων που αφορούν το επίκαιρο θέμα της διατήρησης-επανάχρησης των (μη διατηρητέων σημειωτέον) κτιρίων που ανήκουν στη πλούσια κληρονομιά του Μοντέρνου Κινήματος και στο επίσης πολύ επίκαιρο θέμα της κατοικίας υψηλής πυκνότητας στο κέντρο της πόλης. Στο πλαίσιο αυτό εξαιρετικό ενδιαφέρον είχε επίσης η συζήτηση που άνοιξε με αφορμή το κτίριο πάνω στις διαφορετικές στρατηγικές χειρισμού της έννοιας της μνήμης. Η αρχιτεκτονική πρόταση, όπως διαμορφώθηκε τελικά μέσω της συζήτησης αυτής, εντάσσεται σε μια στρατηγική δυναμικής διατήρησης της μνήμης, που αντιλαμβάνεται το κτίριο ως ζωντανό οργανισμό εξελισσόμενο και μετασχηματιζόμενο σε διαρκή αλληλεπίδραση με το περιβάλλον του και σε άμεση συνάρτηση με το πρόγραμμά του. Αναγνωρίζει και αναδεικνύει τα ουσιώδη στοιχεία της αρχιτεκτονικής ταυτότητας του κτιρίου, όπως η οργάνωση των όγκων γύρω από το κεντρικό αίθριο, η κλιμάκωσή τους προς τον Λυκαβηττό και ο δομικός κάναβος των όψεων. Διατηρεί τα ιδιαίτερα αρχιτεκτονικά στοιχεία που έχουν διασωθεί, όπως το δάπεδο του αιθρίου αλλά και τα κυκλικά κλιμακοστάσια. Αναφέρεται σε μνήμες μιας άλλης εποχής μέσω των εμφανών φατνωματικών οροφών και των δαπέδων ψαροκόκαλο. Επαναφέρει χωρικές ποιότητες του κτιρίου που είχαν χαθεί, όπως η διαμπερότητα των χώρων και η διττή αναφορά τους σε Ακρόπολη και Λυκαβηττό, που αποτελεί κλειδί της βιοκλιματικής συμπεριφοράς του κτιρίου. Αντικαθιστά το μοναδικό στοιχείο πλήρωσης του κανάβου της όψης με τρία νέα στοιχεία, που ανταποκρινόμενα στο πρόγραμμα και τη θέση τους στην όψη του κτιρίου καθορίζουν, μέσω της υλικότητάς τους, το βαθμό της διαφάνειας και της ιδιωτικότητας.
Το τόλμημα
Το εγχείρημα είναι τολμηρό και αυτό, σήμερα περισσότερο από ποτέ, έχει τη σημασία του στο πλαίσιο μιας κοινωνίας που θέλει να πιστεύει στην αξία των ιδεών και είναι διατεθειμένη να παίρνει ρίσκα. Ταυτόχρονα, συμπορεύεται με το πνεύμα τόσο του Μοντέρνου όσο και του Κ. Δοξιάδη που στις «Εξομολογήσεις ενός εγκληματία» γράφει:
«...Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι χρειαζόμαστε ορισμένα μνημειακά κτίρια, αλλά τώρα προσπαθούμε να μετατρέψουμε κάθε ουρανοξύστη και κάθε κεντρικό γραφείο μεγάλης εταιρείας σε μνημείο-μνημείο σε ποιον ή σε τι, δεν γνωρίζω. Ο μνημειακός τους χαρακτήρας απομονώνει τα κτίρια αυτά από το φυσικό και ανθρώπινο περιβάλλον τους και, κατά συνέπεια, η ίδια η πόλη γίνεται ένα σύστημα ασυνεχές. Αυτό είναι πιο εμφανές όταν θυμηθούμε ότι τα κτίρια αυτού του είδους κλείνουν τις πόρτες τους στις 5 το απόγευμα, παγώνοντας έτσι τη ζωή γύρω τους. Αλλά ακόμα και τις εργάσιμες ώρες τα κτίρια αυτά δεν λειτουργούν παρά ως απομονωμένα κάστρα...».
* Ο κ. Νικόλας Τραβασάρος είναι αρχιτέκτονας και συνιδρυτής του γραφείου «divercity architects».
(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 23-07-2011)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου