Δεν πρέπει να θεωρείται τυχαίο ότι το δάσος του Αμαζονίου στον Ισημερινό αποψιλώθηκε, ένα βουνό στο Περού ισοπεδώθηκε, η σαβάνα Cerrado στη Βραζιλία μετετράπη σε πεδιάδα καλλιέργειας σόγιας, και στο Ορινόκο της Βενεζουέλας αναπτύσσουν πετρελαιοπηγές …
Οι πρόσφατες εκθέσεις για την υποβάθμιση του περιβάλλοντος στη Λατινική Αμερική μπορεί να αναφέρονται σε διάφορες χώρες και σε διάφορα προϊόντα, αλλά η αιτία είναι κοινή: η αυξανόμενη ζήτηση από την πλευρά της Κίνας, για περιφερειακά προϊόντα.
Η Κίνα, το πολυπληθέστερο έθνος παγκοσμίως έχει ενταχθεί στις τάξεις των πλούσιων χωρών της Ευρώπης, της Βόρειας Αμερικής και της ανατολικής Ασίας, όπου η κατανάλωση και η μόλυνση έχουν λάβει μεγάλες διαστάσεις.
Γίνεται «ένας αγώνας δρόμου για ό, τι έχει απομείνει» όπως γράφει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας Michael T. Klare και οι επιπτώσεις στην ήπειρο είναι ιδιαίτερα εμφανείς σε ένα μεγάλο μέρος των αναξιοποίητων, άθικτων φυσικών πόρων.
Η προσπάθεια του Πεκίνου για εκμετάλλευση πόρων, δεν εστιάζεται μόνο στην Αφρική, αλλά πολύ περισσότερο ίσως στην Λατινική Αμερική. Μια μελέτη πέρυσι από τον Enrique Dussel Peters, καθηγητή στο Εθνικό Αυτόνομο Πανεπιστήμιο του Μεξικού, διαπίστωσε ότι η περιοχή έχει καταστεί κορυφαίος προορισμός για τις κινεζικές άμεσες ξένες επενδύσεις -ως επί το πλείστον για πρώτες ύλες και από μεγάλες κυβερνητικές εταιρείες, όπως είναι η Chinalco και η CNOOC .
Από τότε που ξέσπασε η οικονομική κρίση του 2008, η Κίνα έχει γίνει ο κύριος δανειστής της περιοχής. Το 2010, έδωσε 37 δις δολάρια (€ 28,9 δις) σε δάνεια σε διάφορες αμερικανικές τράπεζες. Το μεγαλύτερο μέρος έχει πάει σε τέσσερις βασικούς εξαγωγείς -Βενεζουέλα, Βραζιλία, Αργεντινή και Εκουαδόρ- για την εξόρυξη ή τις υποδομές των μεταφορών.
Τα οικονομικά οφέλη είναι τεράστια. Οι εμπορικές συναλλαγές μεταξύ της Κίνας και της Λατινικής Αμερικής το 2000 ήταν μόλις 10 δις δολάρια (€ 7,8 δισ.), ενώ το 2011 αυξήθηκαν στα $241 δις (€ 188 δις). Το γεγονός ότι η διανομή ποικίλλει σημαντικά από χώρα σε χώρα βοήθησε τη Λατινική Αμερική να αποφύγει τα χειρότερα των χρηματοπιστωτικών και οικονομικών κρίσεων που έπληξαν το μεγάλο μέρος του ανεπτυγμένου κόσμου και να παράσχει επιπλέον έσοδα για προγράμματα καταπολέμησης της φτώχειας που έχουν μετριάσει τη μεγάλη ανισότητα της περιοχής. Επίσης έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ενίσχυση των αριστερών κυβερνήσεων που αναζητούν μια εναλλακτική λύση στις νεοφιλελεύθερες φόρμουλες της Ουάσιγκτον και της Wall Street.
Η Βενεζουέλα και το Εκουαδόρ που δεν έχουν πρόσβαση στις διεθνείς κεφαλαιαγορές λόγω της αφερεγγυότητας τους έχουν λάβει μεγάλα δάνεια από την Κίνα, ενώ την ίδια στιγμή η Αργεντινή επιδιώκει παρόμοια μεταχείριση.
Δάνεια για αγαθά
Το ένα όμως είδος εξάρτησης μπορεί να οδηγήσει σε κάποιο άλλο. Την εξόφληση προς την Κίνα εγγυώνται οι μακροπρόθεσμες πωλήσεις των βασικών προϊόντων, κάτι που μεταφράζεται σε δέσμευση για την εκμετάλλευση των πόρων - συχνά με ολέθριες συνέπειες για το περιβάλλον και τις ιθαγενείς κοινότητες.
«Η Κίνα προμηθεύεται από όλο τον κόσμο φυσικούς πόρους. Είμαστε στη μέση μιας διαδικασίας συσσώρευσης εμπορευμάτων από αυτούς. Σε αυτό το πλαίσιο, δανείζουν χρήματα στο Εκουαδόρ και η κυβέρνηση πληρώνει με πετρέλαιο μέσω αναμενόμενων πωλήσεων. Έχουμε δεσμευτεί να πουλάμε σε αυτούς μέχρι το 2019», δήλωσε ο Alberto Acosta, ο οποίος διετέλεσε υπουργός ενέργειας, αλλά από τότε έχει αμφισβητεί την κυβέρνηση του προέδρου Rafael Correa. O Acosta υπολογίζει ότι τα χρέη της χώρας του προς την Κίνα ανέρχονται σε 17 δις δολάρια (€ 13,3 δις).
Η μονόπλευρη φύση του εμπορίου μεταξύ της Κίνας και της Λατινικής Αμερικής είναι επίσης υπό αμφισβήτηση, καθώς ενώ είναι θετικό σε όρους ποσότητας του ΑΕΠ, δεν υπήρξε τόσο επωφελής σε όρους αναπτυξιακής ποιότητας. Οι προμηθευτές εμπορευμάτων ικανοποιούνται με την κινεζική ζήτηση για τις εξαγωγές τους, αλλά οι κατασκευαστές παραπονούνται για τα φτηνές κινεζικές εισαγωγές που έχουν πλημμυρίσει τις αγορές τους και υπονομεύουν την ανταγωνιστικότητά τους.
Η πρόεδρος της Βραζιλίας, Dilma Rousseff, θέλει να αλλάξει τη φύση των σχέσεων της χώρας της με την Κίνα, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στην επιστήμη, την τεχνολογική και εκπαιδευτική συνεργασία, καθώς και στη σόγια, το σίδηρο και το πετρέλαιο, επιβεβαιώνοντας τις ενδείξεις ότι η πρόσφατη οικονομική ανάπτυξη της Βραζιλίας κρύβει μια τάση από-εκβιομηχάνισης, καθώς ένα αυξανόμενο μερίδιο του ΑΕΠ αντιστοιχεί στους κύριους παραγωγούς.
Το Μεξικό, το οποίο έχει λιγότερα εμπορεύματα να πουλήσει, αλλά μια μεγάλη εγχώρια αγορά, έχει επικρίνει έντονα την τάση αυτή.
«Δεν θέλουμε να γίνουμε η «επόμενη Αφρική» της Κίνας» φέρεται να δήλωσε ο Dávila Neil, επικεφαλής του ProMéxico, μια υπηρεσία προώθησης του εξωτερικού εμπορίου και των επενδύσεων, σύμφωνα με το WikiLeaks. «Πρέπει να μας ανήκει η ίδια μας η ανάπτυξη».
Η ρύπανση και η άντληση κρίσιμων πόρων έχουν μακρά παράδοση στη Λατινική Αμερική, η οποία έχει κομματιαστεί και αξιοποιηθεί από την εποχή του Χριστόφορου Κολόμβου και του Βάσκο ντε Γκάμα. Αν και οι κινεζικές κρατικές επιχειρήσεις δεν είναι απαραιτήτως χειρότερες από τις ιδιωτικές δυτικές εταιρείες (η Chevron αντιμετωπίζει μήνυση € 15 δις για τη ρύπανση του Αμαζονίου του Εκουαδόρ), αποτελούν μια επιπλέον πηγή πίεσης σε μια περιοχή που ήδη φαίνεται καταπονημένη από το περιβαλλοντικό βάρος του κόσμου.
Πηγή EurActiv.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου