Οταν ο πρόεδρος Ομπάμα ανακοίνωσε την πρώτη, επίσημη στρατηγική του Λευκού Οίκου για τις κλιματικές αλλαγές, πολλοί αναρωτήθηκαν τι συνεπάγεται αυτή για τις ΗΠΑ. Ωστόσο, η εν λόγω στρατηγική ίσως έχει πιο σημαντικές επιπτώσεις στο εξωτερικό. Το πρόγραμμα αυτό περιορίζει τις χρηματοδοτήσεις εκ μέρους του αμερικανικού Δημοσίου για την ανάπτυξη εγκαταστάσεων παραγωγής ρεύματος με λιγνίτη. Πρόκειται για μία πολιτική που μπορεί να επηρεάσει τα μέγιστα τις εταιρείες παραγωγής ενέργειας καθώς και τις ιδιωτικές αλλά και δημόσιες επενδύσεις στον κλάδο παγκοσμίως.
Ποια η σημασία όλων αυτών;
Οι εκπομπές καυσαερίων που προέρχονται από τα εργοστάσια παραγωγής ενέργειας και επηρεάζουν καταλυτικά τις κλιματικές αλλαγές, έφθασαν το 2012 σε επίπεδα ρεκόρ. Στο μεταξύ, υπάρχουν ακόμη 1,2 δισεκατομμύρια άνθρωποι σε ολόκληρο τον κόσμο που ζουν χωρίς ηλεκτρική ενέργεια. Παγκοσμίως, η μεσαία τάξη διευρύνεται -ιδιαίτερα στον αναπτυσσόμενο κόσμο- και μαζί της αυξάνεται ραγδαία και η ζήτηση ενέργειας. Εκτιμάται μάλιστα ότι η παγκόσμια ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας θα έχει αυξηθεί κατά το ένα τρίτο έως το 2035. Ωστόσο, αυτή η εκτίναξη της ζήτησης δεν είναι αναγκαίο να οδηγήσει σε περαιτέρω εκτίναξη των εκπομπών καυσαερίων. Είναι ώρα για την παγκόσμια κοινότητα να εναγκαλιστεί τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, κάνοντας μια επιλογή που θα δημιουργήσει νέες ευκαιρίες για την παγκόσμια οικονομία ενώ θα προστατεύσει τον πλανήτη μας από την οικολογική καταστροφή για τις επόμενες γενιές. Αυτή η επιλογή αρχίζει να αποτελεί πραγματικότητα. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Διεθνούς Υπηρεσίας Ενέργειας, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας – συμπεριλαμβανομένης της υδροηλεκτρικής, είναι ο ταχύτερα αναπτυσσόμενος ενεργειακός κλάδος στον κόσμο. Εκτιμάται ότι ώς το 2018, το ένα τέταρτο της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται παγκοσμίως θα προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές. Οι τελευταίες καθίστανται στο μεταξύ ολοένα και πιο ανταγωνιστικές σε ό,τι αφορά το λειτουργικό κόστος τους συγκριτικά με την παραγωγή που στηρίζεται στη χρήση καυσίμων.
Πολλές αναπτυσσόμενες χώρες, όπως η Νότια Αφρική, η Κίνα και η Βραζιλία έχουν το προβάδισμα. Σύμφωνα με στοιχεία του Bloomberg οι επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στις αναπτυσσόμενες χώρες ανήλθαν το 2012 στα 112 δισ. δολ., αγγίζοντας σχεδόν τα 132 που δαπανήθηκαν αντιστοίχως στις ανεπτυγμένες οικονομίες.
Η πολιτική του προέδρου Ομπάμα θα έχει σημαντική επίδραση, ιδιαίτερα όσον αφορά τον δανεισμό που χορηγούν αμερικανικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Η Αμερικανική Εταιρεία Ιδιωτικών Διεθνών Επενδύσεων (US Overseas Private Investment Corporation), η οποία συνεργάζεται με τον ιδιωτικό τομέα για την υλοποίηση αναπτυξιακών έργων στο εξωτερικό, δέσμευσε πέρυσι περί το ένα δισ. δολάρια για έργα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Το ίδιο ποσόν είχε διατεθεί και το 2011, δεκαπλασιάζοντας σχεδόν τον αντίστοιχο προϋπολογισμό της συγκριτικά με το 2009. Οι πρόσφατες χρηματοδοτήσεις αφορούν μεταξύ άλλων σε έργα που αναπτύσσονται στο Περού, στη Νότιο Αφρική και στο Πακιστάν. Ανάλογη αύξηση των χορηγήσεων για τον συγκεκριμένο τομέα διαπιστώνεται και εκ μέρους της Αμερικανικής Τράπεζας Εξαγωγών-Εισαγωγών. Η Παγκόσμια Τράπεζα ανακοίνωσε επίσης πρόσφατα ότι περιορίζει δραστικά τη χρηματοδότηση παραδοσιακών εργοστασίων παραγωγής ενέργειας και ότι θα επικεντρωθεί σε έργα που «επικεντρώνονται σε πιο σύγχρονες μεθόδους παραγωγής ενέργειας». Ανάλογη πολιτική υιοθετεί πλέον και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. Αξιο αναφοράς είναι το γεγονός ότι η παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές αποδεικνύεται κερδοφόρος δραστηριότητα. Πολλές αμερικανικές εταιρείες, όπως η Wal-Mart, η Google και η General Electric έχουν ποντάρει σε αυτήν. Επίσης, η Berkshire Hathaway, του Γουόρεν Μπάφετ, εξαγόρασε πρόσφατα έναντι 5,6 δισ. δολαρίων μια εταιρεία ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στη Νεβάδα και ένα αιολικό πάρκο στην Καλιφόρνια έναντι 2,4 δισ.
Πηγή Reuters
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου