Κυριακή 11 Αυγούστου 2013

Επίκαιρο ή Όχι το Peak Oil;

Τις προηγούμενες ημέρες ανακοινώθηκε το τέλος μιας πολύ γνωστής ξένης ιστοσελίδας αναλύσεων για το πετρέλαιο, του The Oil Drum, η οποία ασχολείτο με θέματα έρευνας και παραγωγής, καθώς και με την οικονομική πλευρά του πετρελαϊκού κλάδου. Δεδομένης της φιλοξενίας που παρείχε το Oil Drum σε αρκετούς αναλυτές που τάσσονται υπέρ της ιδέας του Peak Oil, πολλοί ήταν οι «σκληροπυρηνικοί» θεωρητικοί που βγήκαν και πανηγύρισαν για την εξέλιξη αυτή, λέγοντας ότι το peak oil δεν είναι πλέον επίκαιρο λόγω της αύξησης της αμερικανικής παραγωγής μέσω της μεθόδου του fracking (υδραυλική ρωγμάτωση). Είναι όμως έτσι τα πράγματα; 

Καταρχήν, οφείλουμε να αποσαφηνίσουμε τους ορισμούς προτού μιλήσουμε για το συγκεκριμένο θέμα. Το Peak Oil είναι μια ιδέα που γεννήθηκε από τον Αμερικανό γεωφυσικό Κινγκ Χούμπερτ, ο οποίος προσπάθησε παλαιότερα να προβλέψει χρονικά το σημείο εκείνο στο οποίο θα κορυφωνόταν η παραγωγή πετρελαίου των ΗΠΑ, προτού αρχίσει η μοιραία πτώση της λόγω της εξάντλησης των αποθεμάτων. Στη συνέχεια, η ιδέα αυτή επεκτάθηκε για να αγκαλιάσει ολόκληρο τον πλανήτη και πολλοί θεωρητικοί αποπειράθηκαν να προβλέψουν πότε θα συμβεί το παγκόσμιο peak oil, με τις όποιες συνέπειες θα έχει αυτό για την οικονομία και τον ίδιο τον τεχνολογικό πολιτισμό. 
Κάπως έτσι, βρεθήκαμε στο έτος 2005-06 και η παγκόσμια παραγωγή πετρελαίου όντως κορυφώθηκε, τουλάχιστον όσον αφορά το συμβατικό πετρέλαιο, διότι οι άλλες μορφές παραγωγής του (συνθετικά καύσιμα, σχιστολιθικό πετρέλαιο κτλ) συνέχισαν να αναπτύσσονται, καλύπτοντας το κενό. Ενόψει της κρίσης του 2008 που μείωσε σημαντικά την ζήτηση, πολλοί οπαδοί του peak oil βγήκαν και πανηγύρισαν πρόωρα λέγοντας ότι «ορίστε, το πετρέλαιο έχει φτάσει πλέον σε ένα υψίπεδο και δεν πρόκειται ποτέ να παραχθεί περισσότερο». Υπήρχαν όμως και αρκετοί άλλοι αναλυτές, οι οποίοι διατύπωσαν την πιο σωστή και ολοκληρωμένη ιδέα του «οικονομικού» Peak Oil, λαμβάνοντας υπόψη τόσο την παραγωγή, όσο και τη ζήτηση, καθώς και τους ευρύτερους οικονομικούς παράγοντες που επηρεάζουν την εξίσωση. Οι νέοι αυτοί θεωρητικοί υποστήριξαν ότι το ολοένα και ακριβότερο πετρέλαιο θα πλήξει εν τέλει την ζήτηση και θα αναγκάσει τα κράτη να αναζητήσουν άλλες μορφές ενέργειας, με αποτέλεσμα να απαγκιστρωθούν από τον μαύρο χρυσό. Είπαν δηλαδή με απλά λόγια, ότι το τέλος του πετρελαίου θα έρθει από επιλογή μας και όχι επειδή θα στερέψει στο υπέδαφος. 
Αυτό πάντως δεν σημαίνει ότι ο γεωλογικός και τεχνολογικός παράγοντας δεν έχει μεγάλη σημασία για την μελλοντική πορεία της αγοράς πετρελαίου. Γνωρίζουμε ότι τα παγκόσμια κοιτάσματα εξαντλούνται με ένα ρυθμό γύρω στο 4% ετησίως, πράγμα που σημαίνει ότι οι κρατικές και ιδιωτικές πετρελαϊκές πρέπει να ανακαλύπτουν κάθε χρόνο μια ίση ποσότητα ώστε να αντισταθμίζουν τις απώλειες και να διατηρούν την παραγωγή σε σταθερά επίπεδα. Αυτό που συμβαίνει τα τελευταία χρόνια, είναι ότι οι πετρελαϊκές αδυνατούν να κάνουν τέτοιες ανακαλύψεις και προσπαθούν να αντισταθμίσουν την απώλεια με μη συμβατικούς τρόπους παραγωγής. Επίσης, στρέφονται ολοένα και περισσότερο στην παραγωγή φυσικού αερίου, το οποίο όμως δεν τους παρέχει τα ίδια περιθώρια κέρδους, ούτε μπορεί να αντικαταστήσει από τη μια μέρα στην άλλη το πετρέλαιο σε κρίσιμους τομείς, όπως οι μεταφορές. 
Οι νέες αυτές μέθοδοι παραγωγής στο πετρέλαιο, είτε πρόκειται για τις πετρελαϊκές άμμους του Καναδά, είτε για τα βιοκαύσιμα, στοιχίζουν πολύ παραπάνω και οδηγούν τις διεθνείς τιμές του πετρελαίου ψηλά. Μέχρι πρότινος, ο αντίκτυπος της τάσης αυτής δεν ήταν τόσο αισθητός διότι υπήρχε ύφεση στην παγκόσμια οικονομία και η ζήτηση ήταν χαμηλή. Καθώς όμως η οικονομία ανεβάζει ρυθμούς, η επίδραση των τάσεων αυτών στις τιμές θα είναι πιο έκδηλη. Συνεπώς, οδηγούμαστε σε έναν κύκλο κατά τον οποίο η ανεβασμένη ζήτηση θα διευκολύνει μεν τις επενδύσεις στην παραγωγή πετρελαίου, αλλά ο γεωλογικός παράγοντας θα αντιμάχεται την όλη προσπάθεια. Κατά συνέπεια, είναι αμφίβολο το αν η παγκόσμια παραγωγή πετρελαίου θα αυξηθεί σε επίπεδα πάνω από τα 100 εκατ. βαρέλια ημερησίως στα επόμενα 10-20χρόνια, όπως προβλέπουν οι περισσότερες μεγάλες πετρελαϊκές. 
Επίσης, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι τα διαθέσιμα στοιχεία για τα απολήψιμα αποθέματα πετρελαίου στον πλανήτη προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από κρατικές πετρελαϊκές, όπως η Saudi Aramco και δεν είναι διασταυρωμένα από ανεξάρτητους φορείς. Συνεπώς, συνιστούν ένα μέγιστο δυνατό μέγεθος, το οποίο στην πράξη πιθανολογείται πως είναι χαμηλότερο. Στην περίπτωση της Σαουδικής Αραβίας, υπάρχουν αρκετοί ειδικοί που πιστεύουν ότι ένα σεβαστό κομμάτι των αποθεμάτων της χώρας είναι στην πραγματικότητα χαμηλής ποιότητας κοιτάσματα, τα οποία δεν θα έχουν την ίδια υψηλή παραγωγικότητα, όπως τα παλαιότερα. Αντίστοιχα, οι μεγάλες ανακαλύψεις πετρελαίου που οραματίζονται οι πετρελαϊκές σε απομακρυσμένες περιοχές, όπως η Αρκτική, θα απαιτήσουν τεράστιες επενδύσεις, άρα δεν πρέπει να προεξοφλείται η υλοποίησή τους. Βλέπουμε λοιπόν, ότι σε αυτούς τους όρους, υπάρχουν σημαντικοί περιοριστικοί παράγοντες για το μέλλον της παραγωγής πετρελαίου, δεδομένων και των οικονομικών παραμέτρων. 
Το μόνο ερώτημα που απομένει είναι αν η παγκόσμια οικονομία θα προλάβει να μειώσει την χρήση του πετρελαίου εγκαίρως και αναλογικά με την εξάντληση των αποθεμάτων σε ένα βάθος δεκαετιών, ή αν θα αποτύχει στην προσπάθειά της αυτή. Στη δεύτερη περίπτωση, οι επιπτώσεις θα μπορούσαν να είναι σοβαρές, δεδομένης της τεράστιας συμβολής που συνεχίζει να έχει ο μαύρος χρυσός για τον τεχνολογικό και παγκοσμιοποιημένο πολιτισμό. 
Μεγάλο ρόλο στην απάντηση αυτού του ερωτήματος θα παίξει η πορεία και οι επιλογές των αναπτυσσόμενων κρατών, όπως η Κίνα. Καθώς οι χώρες αυτές προσθέτουν εκατομμύρια αυτοκίνητα στους δρόμους τους, οι πετρελαϊκές αναμένουν ότι θα αποτελούν έναν σταθερά αυξητικό παράγοντα για την ζήτηση πετρελαίου. Για αυτό το λόγο η ΒΡ και η Exxon θεωρούν, με μια δόση αισιοδοξίας, ότι η ζήτηση θα ξεπεράσει διεθνώς τα 100 εκατ. βαρέλια (από 90 εκατ. σήμερα) ως το 2030. Αν όμως οι χώρες αυτές επιλέξουν να επιβάλουν πιο οικονομικά οχήματα ή την υγραεριοκίνηση και την ηλεκτροκίνηση, καθώς και άλλα αντίστοιχα μέτρα στις μεταφορές, τότε η ζήτηση για πετρέλαιο θα είναι χαμηλότερη του αναμενόμενου, άρα και η παραγωγή δεν θα κυμανθεί σε τέτοια επίπεδα. Την άποψη αυτή ενστερνίζεται πλέον τόσο το περιοδικό Economist, όσο και αρκετοί mainstream αναλυτές της παγκόσμιας αγοράς πετρελαίου. 
Με βάση όλα τα παραπάνω οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι:
α) Η συνολική παραγωγή πετρελαίου δεν θα κορυφωθεί και θα μειωθεί από τη μια μέρα στην άλλη, όπως κινδυνολογούν κάποιοι, αλλά σε βάθος δεκαετιών. Είναι, πάντως, μια αναπόφευκτη πραγματικότητα.
β) Το peak oil έχει ήδη παρέλθει όσον αφορά το συμβατικό πετρέλαιο, όπου ο γεωλογικός παράγοντας είναι ιδιαίτερα αρνητικός.
γ) Οι χώρες εκείνες που θα επενδύσουν σε εναλλακτικές πηγές ενέργειας θα ωφεληθούν τα μέγιστα κατά την μετάβαση στην μετα-πετρελαϊκή εποχή.
Πηγή energia.gr 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου