Μετά από τέσσερα χρόνια βαθειάς οικονομικής κρίσης και μείωσης της ζήτησης για βιομηχανικά προϊόντα, η ελληνική μεταποιητική βιομηχανία έχει συρρικνωθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό, με σοβαρότατες συνέπειες τη μείωση των φορολογικών εσόδων και ασφαλιστικών εισφορών, την αύξηση της ανεργίας, τη μείωση του ΑΕΠ. Η οικονομική κρίση έχει επηρεάσει όλες τις βιομηχανίες, ιδιαίτερα όμως εκείνες που δραστηριοποιούνται στους κλάδους των κατασκευών και που από την φύση τους απευθύνονται κυρίως στην εσωτερική αγορά (πχ. τσιμεντοβιομηχανία, χαλυβουργία).
Η εσωτερική αγορά σε αυτούς τους κλάδους έχει καταρρεύσει (οι εγχώριες πωλήσεις διαμορφώνονται κάτω από το 20% του πριν από την κρίση επιπέδου) και οι εξαγωγές αποτελούν την μόνη διέξοδο ανάγκης για τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων αυτών. Οι εξαγωγές όμως προϊόντων όπως ο χάλυβας και το τσιμέντο έχουν να αντιμετωπίσουν λόγω της φύσεώς τους, υψηλό μεταφορικό κόστος και διεθνή ανταγωνισμό σε αγορές που αναπτύσσονται με αργούς ρυθμούς.
Ανταγωνιστικότητα όμως σημαίνει χαμηλό κόστος μεταποίησης των παραγομένων προϊόντων, κυρίως του κόστους εργασίας και του κόστους ενέργειας. Ενώ, όμως οι μισθοί έχουν σημαντικά μειωθεί από το 2010, αντίθετα συνεχώς αυξάνει το κόστος ενέργειας, που αποτελεί για πολλές βιομηχανίες τον κύριο παράγοντα διεθνούς ανταγωνιστικότητας.
Το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας για τις μεσαίου μεγέθους μεταποιητικές εγκαταστάσεις που είναι συνδεδεμένες στη Μέση Τάση είναι περίπου 80% υψηλότερο από εκείνο των ανταγωνιστών μας στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για τις μεγαλύτερες βιομηχανικές εγκαταστάσεις που είναι συνδεδεμένες στην Υψηλή Τάση δεν υπάρχουν αρκετά διαθέσιμα στοιχεία, καθώς οι σχετικές διμερείς συμβάσεις μεταξύ βιομηχανιών και προμηθευτών ρεύματος είναι απόρρητες.
Εκτιμάται όμως ότι, και στην Υψηλή Τάση οι διαφορές είναι σημαντικές και ότι το κόστος στη χώρα μας – ανάλογα με τον κλάδο - είναι από 30% έως και 100% υψηλότερο από ορισμένους Ευρωπαίους ανταγωνιστές μας.
Η φθηνή ηλεκτρική ενέργεια, η ενέργεια που παράγεται στη χώρα μας από το λιγνίτη και τα νερά, από τις δικές μας παραδοσιακές πηγές, υπήρξε για δεκαετίες ισχυρό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για τη δημιουργία και την ανάπτυξη της ελληνικής βιομηχανίας και την οικονομική ανάπτυξη γενικότερα. Άλλωστε αυτό δεν αποτελεί διεθνή πρωτοτυπία καθώς η βιομηχανία όλων των χωρών – και τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν αποτελούν εξαίρεση – εφοδιάζουν την βιομηχανία τους με χαμηλές τιμές ενέργειας από τις μονάδες βάσεις που διαθέτουν: πυρηνικές, ανθρακικές, υδροηλεκτρικές, πετρελαϊκές ή φυσικού αερίου. Αυτές οι μονάδες βάσης εφοδιάζονται κυρίως από εθνικές πηγές ενέργειας και για το λόγο αυτό μπορούν να προσφέρουν διεθνώς ανταγωνιστικά τιμολόγια στην εθνική τους βιομηχανία.
Την τελευταία δεκαετία το κόστος του ρεύματος έχει αυξηθεί για την βιομηχανία στη χώρα μας κατά 65 % στην Υψηλή Τάση και100% στην Μέση Τάση, λόγω τιμολογιακών αυξήσεων αλλά και ρυθμιστικών επιβαρύνσεων (ΕΦΚ, ΥΚΩ, ΑΠΕ/ΕΤΜΕΑΡ), αυξήσεις που δεν μπορούν, σε καμία περίπτωση, να δικαιολογηθούν από την αύξηση του κόστους παραγωγής από τις εθνικές μονάδες βάσης, τους λιγνίτες και νερά.
Αντίθετα, υπάρχει περιθώριο τα τιμολόγια αυτά να μειωθούν εφόσον λειτουργήσουν πιο αποδοτικά τα λιγνιτωρυχεία και οι λιγνιτικοί σταθμοί, όπως προκύπτει και από την μελέτη που η ΔΕΗ ανέθεσε το 2007 στη Booz AllenHamilton, και αρθούν οι στρεβλώσεις της αγοράς.
Είναι προφανές ότι με την τιμολογιακή πολιτική που ακολουθείται οι μεγάλοι βιομηχανικοί καταναλωτές στην Μέση και την Υψηλή Τάση, για τους οποίους το κόστος ενέργειας, κύριος παράγοντας διεθνούς ανταγωνιστικότητας, αποτελεί το 20% έως και 50% του κόστους μεταποίησης, οδηγούνται σε αφανισμό, καθώς τα προϊόντα τους βρίσκονται σε αδυναμία να ανταγωνιστούν στις διεθνείς αγορές και διατρέχουν άμεσο κίνδυνο υποκατάστασης από εισαγωγές στην εγχώρια αγορά.
Παράδειγμα λανθασμένης αντίληψης είναι και η διάκριση των τιμολογίων των βιομηχανικών καταναλωτών σε καταναλωτές Μέσης ή Υψηλής Τάσης, ανάλογα με την τάση του δικτύου στο οποίο είναι συνδεδεμένοι. Η ανταγωνιστική χρέωση της ηλεκτρικής ενέργειας θεωρούμε ότι πρέπει να βασίζεται στο μέγεθος της ετήσιας κατανάλωσης και στο προφίλ λειτουργίας κάθε καταναλωτή, ώστε να μην υπάρχει μια δυσανάλογη επιβάρυνση του τελικού κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας. Έτσι, καταναλωτές Μέσης Τάσης με ετήσιες καταναλώσεις άνω των 10-13 GWh πρέπει να τιμολογούνται με τιμολόγια βασισμένα στα τιμολόγια της Υψηλής Τάσης.
Στο φυσικό αέριο τα πράγματα δεν είναι καλύτερα για την μεταποίηση. Το φυσικό αέριο είναι στη χώρα μας το ακριβότερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι τιμές του φυσικού αερίου (προ φόρων) είναι διπλάσιες από τους κύριους ανταγωνιστές μας και 40% υψηλότερες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης που έχει επιβάλλει η χώρα μας (10-πλάσιοι από το ελάχιστο που προβλέπει η σχετική ευρωπαϊκή Οδηγία) είναι οι υψηλότεροι που πληρώνει η ευρωπαϊκή βιομηχανία και επιβαρύνουν κατά 15-20% το ήδη υψηλότατο κόστος του φυσικού αερίου.
Αποτέλεσμα της πολιτικής που έχει ακολουθήσει η πολιτεία στο φυσικό αέριο είναι να οδηγούνται στο λουκέτο, ή στην καλύτερη περίπτωση σε μεταφορά της μεταποιητικής δραστηριότητάς τους σε γειτονικές χώρες, κλάδοι που βασίστηκαν στην ανάπτυξη του φυσικού αερίου στη χώρα μας: μετά την δυναμική και εξωστρεφή βιομηχανία κεραμικών και ειδών υγιεινής που λύγισε κάτω από το βάρος των τιμών του αερίου, σειρά φαίνεται να έχει και η βιομηχανία λιπασμάτων.
Αξίζει στο σημείο αυτό να υπογραμμισθεί ότι το κόστος ενέργειας απασχολεί πλέον το σύνολο της μεταποιητικής αλυσίδας και όχι μόνο κάποιες μεγάλες επιχειρήσεις, όπως ίσως υπάρχει η εντύπωση στην κοινή γνώμη. Οι θυσίες των εργαζομένων, οι μειώσεις μισθών και ωρών απασχόλησης που έχουν στόχο τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων, κινδυνεύουν να ακυρωθούν στην πράξη από την αύξηση του κόστους της ενέργειας, οδηγώντας σε μία ανεξέλεγκτη αύξηση της ανεργίας.
Η Κυβέρνηση πρέπει να αντιληφθεί την κρισιμότητα της κατάστασης στην αγορά ενέργειας και ότι η τιμολογιακή πολιτική που έχει ακολουθηθεί χρήζει άμεσης διόρθωσης και νέου σχεδιασμού. Άμεσης διόρθωσης διότι δεν υπάρχουν πλέον χρονικά περιθώρια για καθυστερήσεις και νέου σχεδιασμού επειδή ο ενεργειακός σχεδιασμός έχει από χρόνια εγκαταλειφθεί με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ξεκάθαρο σχέδιο και πορεία για τη χώρα.
Η Ελλάδα, όπως κάνουν και τα άλλα κράτη-μέλη, μπορεί και οφείλει να προσφέρει σε όλη την μεταποίηση ανταγωνιστικές τιμές ενέργειας που να βασίζονται στις εθνικές της μονάδες βάσης, χωρίς να τις επιβαρύνει με δυσβάστακτη φορολογία και άλλες ρυθμιζόμενες επιβαρύνσεις.
Χαμηλό κόστος ενέργειας σημαίνει ανταγωνιστικότητα, ανάπτυξη, αύξηση των εξαγωγών και τόνωση της απασχόλησης. Η φθηνή ενέργεια είναι ο πιο διαφανής και δίκαιος τρόπος να στηρίξει μια χώρα τη Βιομηχανία και την Οικονομία της: χωρίς επιδοτήσεις, χωρίς φοροαπαλλαγές, με ίσους όρους ανταγωνισμού για όλους.
Οι χώρες της Ευρώπης το έχουν καταλάβει καλά και στηρίζουν τις Βιομηχανίες τους εξασφαλίζοντας γι αυτές ανταγωνιστικό κόστος ενέργειας. Ήρθε η ώρα και η Ελληνική Κυβέρνηση να στηρίξει την Ελληνική Μεταποιητική Βιομηχανία.
(το άρθρο του κ. Κουκλέλη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εστία)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου