Όταν τις δεκαετίες του 60’ και του 70’ ανακάλυπτα έκθαμβος το Ελληνικό αρχιπέλαγος με την απαράμιλλη φυσική ομορφιά του και την απέριττη, αρμονική και απόλυτα προσαρμοσμένη στο περιβάλλον λαϊκή αρχιτεκτονική του δεν μ’ απασχολούσε ιδιαίτερα το πού θα διανυκτέρευα ή το τι φαγητό θα έτρωγα. Προσαρμοζόμουνα εύκολα στις επικρατούσες σε κάθε νησί συνθήκες, μάλλον δύσκολες για έναν άνθρωπο της πόλης, όχι τόσο λόγω του νεαρού της ηλικίας όσο λόγω της αβίαστης υποταγής στο κάτι το τόσο διαφορετικό και γνήσιο. Ήμουν τόσο ευγνώμων για τα δώρα της φύσης, την φιλοξενία των κατοίκων και την ζεστασιά του τοπίου που μαζί με την θέρμη της κάθε κοινότητας έκαναν την παραμονή μου μοναδική εμπειρία με τις ανάγκες της καθημερινότητας να περνάνε χωρίς πολύ σκέψη σε δεύτερη μοίρα.
Και οι ανάγκες αυτές δεν ήσαν ανύπαρκτες αφού πέρα από την μεταφορά στο κάθε νησί ή παραλιακό προορισμό, που από μόνη της πολλές φορές ήτο ολόκληρη επιχείρηση, έπρεπε να εξευρεθεί κατάλληλος τόπος για διανυκτέρευση, να οργανωθούν οι μετακινήσεις πάνω στο νησί και να προβλεφθεί η μετάβαση στον επόμενο προορισμό. Και όλα αυτά τις περισσότερες φορές χωρίς την πολυτέλεια του τηλεφώνου – αφού τα περισσότερα νησιά δεν είχαν ακόμη συνδεθεί με το δίκτυο του ΟΤΕ – ή της ηλεκτροδότησης αφού οι λιγοστές ιδιωτικές γεννήτριες, όταν υπήρχαν χρησιμοποιούντο για τα απολύτως απαραίτητα ή του αυτοκινήτου, αφού οι περισσότερες μεταφορές εγίνοντο με τα πόδια, με βάρκες ή και με ζώα. Και όμως η όλη εμπειρία που είχε ισχυρό παρονομαστή την μοναδικότητα και επιβλητικότητα του χώρου ήτο τόσο δυνατή που σ’ έκανε να θέλεις να ξαναγυρίσεις σε πρώτη ευκαιρία ξεχνώντας την όποια ταλαιπωρία και αφήνοντας κατά μέρος τις διάφορες δυσκολίες, οι οποίες δεν ήσαν αμελητέες. Μπορεί οι εντυπώσεις αυτές να ακούγονται σήμερα άκρως ρομαντικές αλλά πιστέψτε με η εικόνα του Ελληνικού νησιωτικού χώρου πριν μερικές δεκαετίες ήταν αυτή, δηλαδή μιας κατά βάση κλειστής αγροτικής και κτηνοτροφικής οικονομίας όπου οι κάτοικοι αγωνιζόντουσαν να επιβιώσουν στηριζόμενοι στις ίδιες τους τις δυνάμεις και στην παραγωγή τους και όχι στις ορδές ξένων επισκεπτών.
Και ενώ θα ήτο ίσως αφελές και άτοπο εκ μέρους μου στις αρχές του 21ουαιώνα να υποστηρίζω ότι το μοναδικό Ελληνικό νησιωτικό τοπίο και περιβάλλον γενικότερα θα έπρεπε πάσει θυσία να παραμείνει ανέγγιχτο και να προφυλαχθεί ως κόρη οφθαλμού, από τις πράγματι αρνητικές επιπτώσεις της τουριστικής ‘’ανάπτυξης’’, θα πρέπει να μπορούμε να δούμε τα πράγματα στη σωστή τους διάσταση και με μια προοπτική χρόνου. Εάν είχε υπάρξει σωστή μέριμνα, επίγνωση του Ελληνικού τουριστικού προϊόντος, προδιαγραφές και προγραμματισμός θα είχαν αποφευχθεί τα χειρότερα, και κυρίως ο βιασμός του περιβάλλοντος και ο άγριος τεμαχισμός της γης προς δόξα της τουριστικής ‘’αξιοποίησης’’. Ο τρόπος που έγινε, όλα αυτά τα χρόνια, η δήθεν τουριστική ανάπτυξη, που ουσιαστικά πρόκειται περί βάναυσης εμπορικής εκμετάλλευσης, δεν μας τιμά ως χώρα που θέλει να σέβεται την φύση της, τα τοπία της, τις παραδώσεις της και την ιστορία της. Και ναι μεν ο τουρισμός πρέπει και μπορεί να αποτελεί πλουτοπαραγωγική πηγή για ένα τόπο, όμως η υπέρ αξιοποίηση και κυρίως η βιομηχανοποίηση του τουριστικού προϊόντος δεν συνάδει με τις ιδιαιτερότητες του ευαίσθητου Ελληνικού χώρου και τις ιστορικές και πολιτιστικές καταβολές του τόπου. Ας μην ξεχνάμε ότι η πρώτη ώθηση για την μαζικοποίηση του τουρισμού στην χώρα μας εδόθη από την χούντα των συνταγματαρχών (1967 – 1974) οι οποίοι, αμόρφωτοι όπως ήσαν, θεωρούσαν τον τουρισμό από καθαρά οικονομική και εμπορική πλευρά (εξ’ου και άρχισαν να τον αποκαλούν βιομηχανία!) και δυστυχώς, οι δημοκρατικές πολιτικές ελίτ που ακολούθησαν (μορφωμένες μεν άπληστες δε) έκτισαν πάνω στα θεμέλια της ‘’τουριστικής βιομηχανίας’’ που θεμελίωσε η χούντα.
Σήμερα, που το κακό έχει ολοκληρωθεί, και ο τουρισμός από περιήγηση, επίσκεψη και φιλοξενία έχει γίνει βαρειά βιομηχανία, όπως εξακολουθούν οι ιθύνοντες ν’ αποκαλούν τον τουριστικό τομέα της χώρας, κυνηγούμε τα εκατομμύρια των τουριστών ως κοπάδια μελισσών, τα οποία θα φέρουν το συνάλλαγμα και θα αυξήσουν τους κύκλους εργασιών που ως δια μαγείας θα σώσουν την πτωχευμένη οικονομία μας. Μια τελείως επίπλαστη και λανθάνουσα ως προς την οικονομική εφεκτικότητα κατάσταση, αφού ουδεμία εγγύηση έχουμε από κανένα κράτος ή οργανισμό ότι του χρόνου, και το άλλο χρόνο κ.ο.κ. η Ελλάδα θα αποτελεί επιλεγμένο τουριστικό προορισμό.
Βέβαια εδώ που φτάσαμε να μετράμε 16 και 17 εκατ. τουρίστες τον χρόνο, και αύριο 20 εκατ. και να παινευόμαστε ότι αυτό αποτελεί το κριτήριο της επιτυχίας (δηλαδή όσο μεγαλύτερος ο αριθμός των τουριστών τόσο το καλύτερο˙ άραγε δεν έχουμε διδαχθεί κάτι από τους προγόνους μας οι οποίοι ήτο θιασώτες του «Ουκ εν τω πολλω το ευ»), πρέπει να μπορούμε να παρέχουμε βασικές υπηρεσίες όπως η αδιάκοπη παροχή ηλεκτρισμού, ακόμα και σε περιόδους αιχμής σε όλα τα τουριστικά θέρετρα της χώρας. Επειδή όπως παρατηρήσαμε ανωτέρω η ‘’τουριστική ανάπτυξη’’ έγινε απρογραμμάτιστα, σχεδόν στο πόδι, με μοναδικό κριτήριο τον πλουτισμό των άμεσα εμπλεκόμενων (δηλαδή, ξενοδόχων, rooms to let, γαιοκτημόνων, καταστηματαρχών κ.λπ.) δεν υπήρξε κρατική πρόνοια όλα αυτά τα χρόνια για την οργάνωση σωστών υποδομών μεταξύ των οποίων και η ηλεκτροδότηση των Αιγαιακών νήσων, οι οποίες κατοικούνται από μερικές εκατοντάδες ψυχές τους χειμερινούς μήνες ενώ το καλοκαίρι καλούνται να φιλοξενήσουν πολλές χιλιάδες επισκέπτες ανά πάσα στιγμή.
Το μοντέλο που ακολουθήθηκε μέχρι τώρα ως προς την ηλεκτροδότηση των νήσων ήτο η δημιουργία αυτόνομων σταθμών σε κάθε νησί με την εγκατάσταση ηλεκτροπαραγωγικών ζευγών με καύσιμο μαζούτ ή ντίζελ. Και ναι μεν οι σταθμοί αυτοί που ξεκινούν από 2 με 3 MW ο καθένας για τα μικρά νησιά και φθάνουν μέχρι τα 30 και 40 Μ W, όπως στη περίπτωση της Σαντορίνης, αρκούσαν για τις ανάγκες μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990, μετά όμως τα νούμερα των επισκεπτών εκτοξεύτηκαν προς τα άνω με τις ανάγκες ηλεκτροδότησης και τα αιχμιακά φορτία ν’ αυξάνονται και αυτά κατακόρυφα. Όμως αντί να εγκαταλειφθεί το μοντέλο των αυτόνομων σταθμών αφού για ένα μικρό μέρος υπάρχουν σαφή όρια ως προς το μέγεθος τους, και να επιδιωχθεί με κάθε τρόπο η ηλεκτρική διασύνδεση των νησιών τόσο μεταξύ τους όσο και με το ηπειρωτικό διασυνδεδεμένο σύστημα, κάτι τέτοιο δεν έγινε. Παρά το γεγονός ότι και μελέτες είχαν γίνει και κοινοτικά κονδύλια μπορούσαν άνετα να έχουν εξασφαλισθεί μέσω των διαφόρων προγραμμάτων. Έτσι χάθηκε μια ολόκληρη 20ετία, περίοδος κατά την οποία εξελίσσετο το μεγάλο φαγοπότι οπότε πού χρόνος και διάθεση για προγραμματισμό και πρόβλεψη.
Τώρα ήρθε το ατυχές γεγονός της Σαντορίνης για να μας θυμίσει τα προβλήματα του ηλεκτρικού συστήματος του νησιωτικού χώρου και κυρίως τις αδυναμίες διοίκησης και οργάνωσης του κράτους και της κοινωνίας. Η ηλεκτροδότηση στην Σαντορίνη, χάρη στην άμεση κινητοποίηση και σωστή αντιμετώπιση απ’ την ΔΕΗ και το ΥΠΕΚΑ αποκαταστάθηκε σε χρόνο ρεκόρ, δηλαδή εντός 4 ημερών (όταν στις ΗΠΑ και σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες σε παρόμοιες περιπτώσεις χρειάζονται 10 και 15 ημέρες) και πραγματικά δεν βλέπουμε το λόγο για τον πανικό και την όλη αναστάτωση που επικράτησε. Ναι μεν υπήρξαν πολλές ώρες χωρίς ηλεκτρικό και πολλοί βγήκαν έξω από το πρόγραμμα τους πλην όμως πρέπει να σημειωθεί ότι ούτε θύματα υπήρξαν αλλά ούτε και σοβαρό πλήγμα υπέστη ο τουρισμός. Εάν πρέπει να γίνει μια κριτική αυτή είναι ότι ο σταθμός δεν διέθετε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο διαχείρισης έκτακτης ανάγκης με πρόβλεψη για την εκ περιτροπής ηλεκτροδότηση περιοχών του νησιού μέχρι την αποκατάσταση της βλάβης. Αυτό είναι ένα μάθημα το οποίο πρέπει να αφομοιώσει ο ΔΕΔΗΕ, ο καθ’ ύλην αρμόδιος, ώστε να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για όλες τις αυτόνομες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής που λειτουργούν σήμερα στα νησιά. Το ατύχημα το οποίο συνέβη στον σταθμό της Σαντορίνης είναι σύνηθες για τέτοιους αυτόνομους σταθμούς που είναι υποχρεωμένοι να λειτουργούν πολλές ώρες και με υψηλά φορτία. Παρόμοια προβλήματα παρουσιάζουν σχεδόν όλοι οι αυτόνομοι σταθμοί μετά από κάποια χρόνια λειτουργίας σε όλα τα μήκη και πλάτη της υφηλίου. Το πρόβλημα σαφώς και δεν ήτο η Σαντορίνη και οι ελλείψεις του τοπικού σταθμού ηλεκτροπαραγωγής. Το πρόβλημα είμεθα εμείς και ο στραβός δρόμος της δήθεν ‘’ανάπτυξης που ακολουθούμε’’.
Πηγή energia.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου