Στις δηλώσεις του Ευρωπαίου Επίτροπου Ενέργειας κ. Γκίντερ Έτινγκερ, στο περιοδικό " Der Spiegel”, που εφιλοξένησε χθες το Energia. Gr , δίδεται ιδιαίτερο βάρος στην ανάγκη για την Ελλάδα ν’ αναπτύξει τον τομέα των ΑΠΕ και μάλιστα αξιοποιώντας στο μέγιστο δυνατό βαθμό κοινοτικές χρηματοδοτήσεις και σχετικά προγράμματα. Το ζητούμενο κατά τον Ευρωπαίο Επίτροπο είναι η τόνωση της οικονομικής ανάπτυξης, η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και η αντικατάσταση του πετρελαίου, στην ηλεκτροπαραγωγή θα προσθέταμε εμείς.
Πράγματι οι θέσεις του κ. Έτινγκερ αποτελούν την πεμπτουσία της αναπτυξιακής διάστασης των ΑΠΕ η περαιτέρω ανάπτυξη των οποίων για την χώρα μας πρέπει ν’ αποτελεί μονόδρομο. Και αυτό γιατί λόγω γεωγραφικής θέσης και ιδιαζόντων μορφολογικών συνθηκών και κλίματος η Ελλάδα διαθέτει ένα τεράστιο δυναμικό ΑΠΕ, σε όλες του τις εκφάνσεις (δηλ. ηλιακή και αιολική ενέργεια, υδροηλεκτρικά, βιομάζα και γεωθερμία) ένα μικρό μόνο μέρος του οποίου έχει μέχρι τώρα αξιοποιηθεί.
Σήμερα το σκηνικό ανάπτυξης των ΑΠΕ είναι τελείως διαφορετικό από αυτό προ πενταετίας και ο βασικός λόγος είναι οι πολύ ελκυστικές ταρίφες αγοράς ηλεκτρικού ρεύματος (δηλ. τα Feeds και Tariffs) που εισήχθηκαν με τον Ν/3468/2006 και ενισχύθηκε με τον αντίστοιχο Ν/3851/2010. Τόσο τα νέα τιμολόγια αγοράς ενέργειας όσο και η πιο αυστηρή διαδικασία αδειοδότησης που εισήχθη προς όφελος του επενδυτή, έπαιξαν καταλυτικό ρόλο έτσι που σήμερα η αγορά φωτοβολταϊκών κυριολεκτικά να καλπάζει – παρά τις πρόσφατες μειώσεις στις ταρίφες που ήσαν και αναμενόμενες – ενώ η ανάπτυξη των αιολικών έχει και αυτή εισέλθει σε νέα φάση.
Με 1,363 MW εγκατεστημένης ισχύος στα αιολικά, 480 MW στα φωτοβολταϊκά (από τα οποία σχεδόν τα 270 εντός του 2011) και 45 MW στη βιομάζα, οι ΑΠΕ παρουσιάζουν μία νέα δυναμική έτσι που να δίδονται κάποιες ελπίδες ότι οι στόχοι της Ε. Ένωσης για το 2020 ίσως μπορέσουν τελικά να επιτευχθούν. Αρνητικό σημείο στην όλη υπόθεση των ΑΠΕ αποτελεί η ολιγωρία που επιδεικνύει το επίσημο κράτος στην ανάπτυξη των Μικρών Υδροηλεκτρικών, η συνολική εγκατεστημένη ισχύ των οποίων σήμερα δεν υπερβαίνει τα 205 MWκαθώς και των ΣΗΘΥΑ (με 90 MW μόνο εγκατεστημένη ισχύ), ενώ η εκμετάλλευση της γεωθερμίας παρά τις όποιες εξαγγελίες και διαγωνισμούς έχει μείνει κυριολεκτικά μετέωρη. Και όμως υδροηλεκτρικά και γεωθερμία αποτελούν ιδιαίτερα σημαντικές μορφές ΑΠΕ με στρατηγική σημασία, σε ότι αφορά την λειτουργία του δικτύου για τον απλούστατο λόγο ότι η ενέργεια που παράγουν διατίθεται σε 24ώρη βάση σε αντίθεση με τις άλλες μορφές ΑΠΕ η συμμετοχή των οποίων πραγματοποιείται με μη συνεχή ροή, δηλαδή περιοδικά.
Η περαιτέρω ανάπτυξη των ΑΠΕ αποτελεί σήμερα μονόδρομο για την Ελλάδα η οποία οφείλει να μειώσει την εξάρτηση της από εισαγόμενα καύσιμα τόσο στην ηλεκτροπαραγωγή όσο και γενικότερα στο ισοζύγιο της. Οι λόγοι που επιβάλλουν μια τέτοια γραμμή είναι αφενός οικονομικοί, με τις τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου να κινούνται σε νέα ύψη ενώ οι παγκόσμιες προοπτικές είναι μάλλον δυσοίωνες, και αφετέρου στρατηγικοί, από την άποψη της ανάγκης για ενίσχυση της ασφάλειας ενεργειακών προμηθειών. Δηλαδή μείωση της ενεργειακής εξάρτησης της χώρας μας, θέση που αποτελεί εξάλλου πάγιο στόχο της Ε.Ε.
Όμως η περαιτέρω ανάπτυξη των ΑΠΕ σε μια πραγματικά μεγάλη κλίμακα, όπερ και το ζητούμενο για την περίπτωση της Ελλάδας (εάν πραγματικά θέλουμε να δούμε τα 8.000 MW ή έστω τα 6.000 MW ΑΠΕ μέχρι το 2020), δεν μπορεί να γίνει βάσει του σημερινού μοντέλου το οποίο υποφέρει από την γενικότερη παράλυση του κρατικού μηχανισμού και το κατεστημένο της διαφθοράς. Και εάν αποδεχθούμε την ανάγκη ανάπτυξης του ηλεκτρικού δικτύου της χώρας βάσει της ΜΑΣΜ του ΔΕΣΜΗΕ (29/11/2010) ως απαραίτητη συνθήκη για την δημιουργία και λειτουργία περισσότερων μονάδων ΑΠΕ, τίθεται άμεσα το εύλογο ερώτημα, πώς και από ποιούς θα υλοποιηθεί η απαραίτητη επέκταση του δικτύου (που αναμφισβήτητα αποτελεί κλειδί για την ανάπτυξη των ΑΠΕ) που με συντηρητικούς υπολογισμούς φθάνει τα €4.0 δις μέχρι το 2014 και €8.0 δις μέχρι το 2020;
Ασφαλώς ένα τέτοιο εγχείρημα δεν μπορεί να υλοποιηθεί από μια οικονομικά προβληματική ΔΕΗ στην οποία όμως ανήκει ο ΑΔΜΗΕ, ο μετονομασθείς ΔΕΣΜΗΕ. Άρα εδώ τίθεται το ευρύτερο θέμα της ιδιωτικοποίησης της ΔΕΗ και ιδίως της συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο του ΑΔΜΗΕ, μεγάλων εταιριών και οργανισμών με στόχο την εξασφάλιση των απαραίτητων κεφαλαίων για την επέκταση, αναβάθμιση και εκσυγχρονισμό του ηλεκτρικού δικτύου συμπεριλαμβανομένων και των νησιωτικών διασυνδέσεων (υπάρχει το παράδειγμα της ΤΕΡΝΑ και Ιταλία). Όπως εξάλλου προέχει η συμμετοχή ιδιωτικών εταιρειών στην κατασκευή και διαχείριση συγκεκριμένων κοστοβόρων διασυνδέσεων.
Βέβαια η βραχυ-μεσοπρόθεσμη προοπτική για επενδύσεις οιασδήποτε μορφής, συμπεριλαμβανομένων και αυτών στις ΑΠΕ, οι οποίες κατά κανόνα πραγματοποιούνται από ιδιωτικούς φορείς, δεν είναι ιδιαίτερα θετική λόγω της βαρειάς ύφεσης που χαρακτηρίζει σήμερα τηω Ελληνική οικονομία (μείωση -7.0% του ΑΕΠ το 2011 με εξ’ ίσου αρνητικό πρόσημο για το 2012). Την στιγμή που όλοι οι οικονομικοί δείκτες κινούνται καθοδικά θα ήτο παράλογο να περιμένουμε ότι η ανάπτυξη των ΑΠΕ θα συνεχισθεί αμείωτη ως να μην επηρεάζεται από την αρνητική οικονομική συγκυρία. Η αδήριτη ανάγκη περιορισμού των ελλειμμάτων πολύ σύντομα θα επηρεάσει και τα FIT’ s τα οποία αναμένεται να μειωθούν σημαντικά και αρκετά πιο γρήγορα απ’ ότι εκτιμούν οι περισσότεροι παράγοντες της αγοράς, παρά τις όποιες δεσμεύσεις για επίτευξη των γνωστών στόχων του 20-20-20. Στην προκειμένη περίπτωση οι δεσμεύσεις του Μνημονίου για δημοσιονομική πειθαρχία θα υπερισχύσουν.
Αυτό βέβαια δεν θα πρέπει να αποθαρρύνει τους σοβαρούς επενδυτές, οικιακούς χρήστες και εταιρείες, αλλά και τις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας από το να επενδύσουν στις ΑΠΕ καθότι μακροπρόθεσμα οι μονάδες τους θα λειτουργήσουν σ’ ένα πολύ πιο ευνοϊκό οικονομικό περιβάλλον ενώ η παραγόμενη ενέργεια από ΑΠΕ, πολύ προ του 2020, θα συμμετέχει ισότιμα στην καθημερινή αγορά. Το σημερινό τεχνολογικό επίπεδο των περισσότερων ΑΠΕ, σε συνδυασμό με την ακριβή τιμή πετρελαίου και φυσικού αερίου, επιτρέπουν πλέον την συμμετοχή τους σε ανταγωνιστική βάση χωρίς άμεσες επιδοτήσεις, κάτι που ήδη ισχύει σε αρκετές Ευρωπαϊκές χώρες και στη γειτονική Τουρκία. Αυτή είναι εξ’ άλλου η κυριαρχούσα τάση σε παγκόσμιο επίπεδο. Στην περίπτωση της χώρας μας η έμφαση απ’ εδώ και στο εξής θα πρέπει να δοθεί στην παροχή αδειοδοτικών διευκολύνσεων, ώστε να περιορισθεί ακόμα περισσότερο η περίοδος αδειοδότησης, δηλ. σε λιγότερο από 12 μήνες, και άλλων φορολογικών διευκολύνσεων, δηλ. tax breaks.
Και προπαντός το κράτος θα πρέπει ν’ αποφύγει, κάθε θυσία, με πρόσχημα την οικονομική ύφεση, να ανακατευθεί στην αγορά παριστάνοντας τον επιχειρηματία – διαιωνίζοντας έτσι το καθεστώς αδιαφάνειας και διαφθοράς – με το να ιδρύει κρατικές εταιρείες τύπου «Πρόγραμμα Ήλιος» ώστε να κατευθύνει τους ενδιαφερόμενους επενδυτές στα γραφεία των ημετέρων όπου και θα καταβάλουν τον οβολό τους. Σε κάθε περίπτωση, την στιγμή που η κυβέρνηση καταβάλλει σκληρή προσπάθεια για περιορισμό του κρατικού μηχανισμού και μείωση των δαπανών, ακούγεται εντελώς παράλογο, εάν όχι εξωφρενικό, το επίσημο κράτος να προσπαθεί να στήσει ακόμα μία ΔΕΚΟ με χρηματοδότηση από τον δημόσιο κορβανά.
Εάν πράγματι επιθυμούμε την ανάπτυξη των ΑΠΕ πολιτικά κόμματα, κρατικοί φορείς, επαγγελματικές ενώσεις, ερευνητικά κέντρα, μελετητικά ινστιτούτα και ΜΚΟ, θα πρέπει κατ’ αρχάς να συμφωνήσουμε όλοι στην ανάγκη ενός μακροπρόθεσμου και συντονισμένου επιχειρηματικού σχεδιασμού ανάπτυξης των ΑΠΕ. Και αφού τεθούν από κοινού οι στόχοι σε στρατηγικό και επιτελικό επίπεδο θα πρέπει να ζητηθεί τεχνική υποστήριξη από την Task Force της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που είναι εγκατεστημένη στην Ελλάδα, και εργάζεται με γνώμονα την ανάπτυξη της χώρας, ώστε να επιτευχθεί η μέγιστη δυνατή Κοινοτική χρηματοδότηση κατά τα λεγόμενα του κ. Έτινγκερ. Σήμερα υπάρχει μια μοναδική ευκαιρία για την ανάπτυξη των ΑΠΕ στην Ελλάδα με ουσιαστική συμμετοχή και συνδρομή Ευρωπαϊκών πόρων. Από εμάς εξαρτάται εάν θα την αξιοποιήσουμε.
Πηγή energia.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου