Στις αρχές του 2010 λίγους μήνες μετά την εκλογή της μοιραίας (για τα όσα ακολούθησαν) κυβέρνησης Γ.Α. Παπανδρέου, όταν υφυπουργός του αναβαθμισμένου και μετονομασθέντος Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας & Κλιματικής Αλλαγής ανέλαβε ο Γιάννης Μανιάτη, οπότε, παρά τις σφοδρές αντιρρήσεις της αξέχαστης Τίνας Μπιρμπίλη, ξεκίνησε ουσιαστικά μία νέα περίοδος στην πολυκύμαντη ιστορία των ερευνών υδρογονανθράκων στη χώρα μας. Να θυμίσουμε ότι με την απορρόφηση της πάλαι ποτέ ΔΕΠ – ΕΚΥ το 1998 από την νεοσύστατη ΕΛΠΕ ΑΕ σταμάτησε ουσιαστικά κάθε ερευνητική προσπάθεια. Η δε τότε διοίκηση της ΕΛΠΕ έκανε ό, τι ήτο δυνατό για να σταματήσουν οι όποιες ερευνητικές εργασίες είχαν ξεκινήσει από τους ξένους παραχωρησιούχους στο πλαίσιο του Α’ Διεθνούς Γύρου Αδειοδοτήσεων. Όμως την περίοδο 2010-2011 με τις τιμές του αργού να αυξάνονται σταθερά και το ενδιαφέρον των διεθνών εταιρειών να αναζωπυρώνεται και τις πιέσεις των δανειστών να εντείνονται καθημερινά, με στόχο την δημιουργία νέων πλουτοπαραγωγικών πηγών για το Ελληνικό Δημόσιο, η απόφαση για αξιοποίηση του όχι ευκαταφρόνητου υδρογονανθρακικού πλούτου της χώρας ελήφθη σε ανώτατο κυβερνητικό επίπεδο.
Το πρώτο βήμα ήτο η επαναξιολόγηση όλων των γνωστών τότε γεωλογικών και γεωφυσικών δεδομένων προκειμένου να επιλεχθούν οι περιοχές όπου θα επικεντρώνετο το νέο ερευνητικό ενδιαφέρον. Από την αξιολόγηση αυτή και ως αποτέλεσμα μίας συνολικής θεώρησης όπου συνεκτιμήθηκαν όλες οι πολιτικές, διπλωματικές, οικονομικές και γεωλογικές παράμετροι, επελέγη η ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Ελλάδας (από Βορρά έως Νότο) και όλη η περιοχή νοτίως της Κρήτης. Ακολούθησαν οι σεισμικές έρευνες της Νορβηγικής PGS, πράγμα που επέτρεψε την χαρτογράφηση της περιοχής και την ανάδειξη των προς έρευνα θαλάσσιων οικοπέδων ενώ ταυτόχρονα επαναξιολογήθηκαν οι χερσαίες περιοχές της Δυτικής Ελλάδας (Ιωάννινα, Άρτα- Πρέβεζα, Αιτωλοακαρνανία, ΒΔ Πελοπόννησος, Κατάκολο) οι οποίες στη συνέχεια προκηρύχθηκαν μέσω διαγωνισμών Open Door.
Κομβικό σημείο της όλης προσπάθειας από πλευράς κυβέρνησης μέχρι τις αρχές του 2015 υπήρξε η ίδρυση και δραστηριοποίηση της Ελληνικής Διαχειριστικής Εταιρείας Υδρογονανθράκων (ΕΔΕΥ -http://www.greekhydrocarbons.gr/), η οποία έστω και με μεγάλη καθυστέρηση, συστάθηκε και ανέλαβε τον πολύ απαιτητικό ρόλο της οργάνωσης, συντονισμού και επίβλεψης του συνολικού εγχειρήματος εξερεύνησης και αξιοποίησης του υδρογονανθρακικού πλούτου της χώρας. Με μόλις 45 εκατομμύρια βαρέλια αποδεδειγμένων κοιτασμάτων πετρελαίου και ακόμη περίπου 800 εκατομμυρίων βαρελιών πιθανών και εν δυνάμει αποθεμάτων η Ελλάδα δεν θεωρείται μία πετρελαϊκά πλούσια χώρα. Όμως με βάση την μέχρι τώρα θετική εμπειρία στον Πρίνο (το μοναδικό σήμερα παραγωγικό κοίτασμα που έχει τετραπλασιάσει την παραγωγή του τα τελευταία δύο χρόνια ενώ συνολικά έχει παραγάγει 120 εκατομμύρια βαρέλια από τα αρχικώς εκτιμώμενα 60 εκατομμύρια βαρέλια όταν ξεκίνησε η εκμετάλλευση το 1981) και τα εξαιρετικά αποτελέσματα των σεισμικών στο Ιόνιο, η χώρα επανήλθε στο ραντάρ της διεθνούς ερευνητικής κοινότητας και για αυτό και έχει κατά καιρούς προσελκύσει ενδιαφέρον μεγάλων διεθνών εταιρειών. Πολύ θετική μέχρι σήμερα εξέλιξη κρίνεται η ολοκλήρωση του διαγωνισμού Open Door στην Δυτική Ελλάδα και οι παραχωρήσεις που υπεγράφησαν σε Πατραϊκό Κόλπο, Ιωάννινα και Κατάκολο. Ακόμα ως επιτυχία καταγράφεται η προκήρυξη και διενέργεια του Β’ Διεθνούς Γύρου Παραχωρήσεων στο Ιόνιο και Νότια Κρήτη παρά τη μικρή προσέλευση και την υποβολή προσφορών σε τρία από τα 20 θαλάσσια blocks. Όμως αυτό ήτο μάλλον αναμενόμενο λόγω της αρνητικής συγκυρίας που διαμορφώθηκε εν τω μεταξύ, με την απότομη πτώση των διεθνών τιμών ($80-$90 όταν προκηρύχθηκε ο διαγωνισμός τον Νοέμβριο του 2014 και σχεδόν $45 όταν υποβλήθηκαν οι προσφορές τον Μάιο του 2015). Τόσο οι χαμηλές τιμές πετρελαίου όσο και το υψηλό political risk που διαμορφώθηκαν στις αρχές του 2015 υπήρξαν οι παράγοντες που επηρέασαν επίσης αρνητικά την διενέργεια του Open Door για παραχωρήσεις χερσαίων εκτάσεων στη Δυτική Ελλάδα (Αιτωλοακαρνανία, Άρτα- Πρέβεζα, ΒΔ Πελοπόννησος).
Ένα χρόνο μετά την υποβολή προσφορών στον 2ο Διεθνή Γύρο και 18 μήνες μετά την λήξη του Open Door της Δυτικής Ελλάδας όχι μόνο δεν έχουν υπογραφεί συμβάσεις με παραχωρησιούχους αλλά ούτε έχουν ανακοινωθεί τα αποτελέσματα, τουλάχιστον στην περίπτωση του 2ου Γύρου - και με την ΕΔΕΥ σε διάλυση μετά την παραίτηση τον περασμένο Μάιο της Προέδρου, καθ. Σοφίας Σταματάκη, και αμέσως μετά του αντιπροέδρου καθ. Ανδρέα Γεωργακόπουλου. Η δε παραίτηση Σταματάκη δεν ήτο κεραυνός εν αιθρία καθώς αφού η ίδια τους τελευταίους 18 μήνες είχε δώσει σωστή μάχη να πείσει την κυβέρνηση- αρχικά τον Π. Λαφαζάνη και αμέσως μετά τον Π. Σκουρλέτη- για την ανάγκη ολοκλήρωσης της στελέχωσης της ΕΔΕΥ με στόχο την διοικητική και επιστημονική της αυτοτέλεια. Κάτι που προφανώς δεν επιθυμεί η σημερινή κυβέρνηση. Είναι γνωστό δε σε όσους γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα την πολύ δύσκολη πορεία της Σοφίας Σταματάκη, μίας καταξιωμένης επιστήμονος και ικανής manager στο χώρο, στην σύσταση, οργάνωση και δραστηριοποίηση της ΕΔΕΥ και με τεράστια προσωπική συνεισφορά προκειμένου η ΕΔΕΥ να αποκτήσει μία στοιχειώδη υπόσταση και να παίξει τον ρόλο που της έχει ανατεθεί από την πολιτεία. Όμως η πλήρης αδιαφορία από πλευράς πολιτικής ηγεσίας και τα διάφορα ηθελημένα και καλοστημένα εμπόδια που δημιουργούντο κατά καιρούς και έθεταν τροχοπέδη στη λειτουργία της εταιρείας, οδήγησαν τελικά την Σ. Σταματάκη σε παραίτηση.
Ως γνωστό μετά την παραίτηση της κας Σταματάκη, το υπουργείο Ενέργειας απηύθυνε πρόσκληση για υποβολή υποψηφιοτήτων, στις 21 Ιουνίου, η οποία έληγε στις 16 Ιουλίου. Ωστόσο, ελλείψει ενδιαφέροντος, η προθεσμία παρατάθηκε μέχρι τις 16 Αυγούστου. Η αιτία για τη μη προσέλευση βρίσκεται στους όρους που αποφάσισε να θέσει ο υπουργός Ενέργειας, Π. Σκουρλέτης, που υπογράφει την πρόσκληση. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την πρόσκληση, τα μέλη του Δ.Σ. απαγορεύεται να είναι εταίροι, μέτοχοι, μέλη Δ.Σ., διαχειριστές, υπάλληλοι, τεχνικοί ή άλλοι σύμβουλοι ή μελετητές σε επιχείρηση η οποία αναπτύσσει δραστηριότητα στον τομέα της έρευνας υδρογονανθράκων. Και όχι μόνο αυτό, αλλά απαγορεύεται για τα επόμενα τρία χρόνια μετά την λήξη της θητείας τους με οποιονδήποτε τρόπο να συμμετάσχουν ή να απασχοληθούν με εταιρεία του χώρου των πετρελαιοειδών. Δηλαδή καταδικάζονται σε ανεργία!
Όπως παρατηρούν στελέχη της αγοράς (βλέπε Εφημερίδα Κεφάλαιο της 30/7), η ανωτέρω πρόβλεψη του διαγωνισμού έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα όσα ισχύουν στην πρακτική της παγκόσμιας αγοράς πετρελαίου. Ουσιαστικά, βάζει μπλόκο σε οποιαδήποτε σοβαρό στέλεχος με γνώσεις, εμπειρία και τεχνική επάρκεια θα μπορούσε να συνδράμει στην προσπάθεια για ανάπτυξη της ελληνικής αγοράς. Απεναντίας στον τελευταίο διαγωνισμό που διενήργησε η Κύπρος, στο Δ. Σ. της διαχειριστικής Αρχής βρίσκονται εν ενεργεία στελέχη πετρελαϊκών εταιρειών ενώ και η στελέχωση των αρμόδιων υπηρεσιών έγινε με επαγγελματίες του κλάδου που προέρχονται από την αγορά με πρόσφατη θητεία σε εταιρείες όπως η Shell, BP, Chevron κτλ.
Η εσκεμμένη απόφαση της πολιτικής ηγεσίας του ΥΠΕΝ και η προκήρυξη της θέσης του προέδρου της ΕΔΕΥ- αφού με μαθηματική ακρίβεια οδηγεί σε απραξία ή και διάλυση του εν λόγω φορέα- σε συνδυασμό με την μεθοδευμένη απομάκρυνση της πολύ άξιας και ικανής Σοφίας Σταματάκη, οδηγούν αβίαστα στο συμπέρασμα ότι η κυβέρνηση έχει εδώ και καιρό θέσει εκτός ατζέντας τις έρευνες υδρογονανθράκων. Σύμφωνα με απόλυτα ηλεγμένες πληροφορίες τουenergia. gr η κυβέρνηση έχει καταλήξει σε δύο βασικά συμπεράσματα. Πρώτον, δεν επιθυμεί εμβάθυνση της εμπλοκής της σε ένα τομέα που δεν μπορεί να ελέγξει, αφού εάν αναπτυχθεί περαιτέρω δραστηριότητα στον χώρο αναπόφευκτα θα υπάρξει ανάμειξη μεγάλων διεθνών εταιρειών τις δραστηριότητες των οποίων όχι μόνο δεν θα μπορεί να οριοθετήσει, αλλά ούτε καν να παρακολουθήσει. Ναι μεν οι τρέχουσες παραχωρήσεις (Πατραϊκός, Ιωάννινα, Κατάκολο, Πρίνος) μπορούν να προχωρήσουν όπως-όπως αλλά δεν υπάρχει λόγος εντατικοποίησης της προσπάθειας ούτε και να φορτωθούμε με νέες σκοτούρες. Στο κάτω-κάτω η Ελλάδα δεν είναι Σαουδική Αραβία! Για αυτό και η ανάγκη αποδυνάμωσης, ή ακόμη καλύτερα, εξαφάνισης της ΕΔΕΥ. Άρα, σε αυτή την περίπτωση έχουμε την επανεμφάνιση του κλασσικού Ελληνικού φοβικού συνδρόμου έναντι του «ξένου» παράγοντα, που οδηγεί βέβαια στην απομόνωση και τον επαρχιωτισμό.
Δεύτερον, στην προσπάθεια ελέγχου του τομέα ερευνών η σίγουρη και δοκιμασμένη λύση (έστω και εάν απέτυχε το 1998-99), όπως υποστηρίζουν κυβερνητικά στελέχη, είναι η ανάθεση όλου του πακέτου ερευνών στα ΕΛΠΕ τα οποία καλούνται να οργανώσουν τον κλάδο και ασφαλώς να τον χρηματοδοτήσουν. Βέβαια το 2016 δεν είναι 1998 το οποίο σημαίνει ότι η απορρόφηση όλων των ερευνητικών δραστηριοτήτων από την ΕΛΠΕ ΑΕ δεν είναι μία τόσο απλή ή αυτονόητη υπόθεση. Από την πλευρά των ΕΛΠΕ, μάλιστα, δεν υπάρχει κάποια διάθεση να μονοπωλήσουν το upstream στην Ελλάδα, προχωρώντας και στις απαιτούμενες εξαγορές, ενώ, σε σύγκριση με το παρελθόν (1998), σήμερα ο Όμιλος αποτελεί μία πολύ πιο εμπορικά προσανατολισμένη εταιρεία, με ξεκάθαρους επιχειρηματικούς στόχους, και με ιδιαίτερη έμφαση στα περιθώρια κέρδους και γενικά στα deals που αποφέρουν άμεσα έσοδα. Επιπλέον, η δρομολογηθείσα από το ΤΑΙΠΕΔ πώληση του κρατικού μεριδίου (34%) στα ΕΛΠΕ είναι βέβαιον ότι δημιουργεί επιπλέον επιπλοκές.
Έτσι για μια ακόμη φορά ο τομέας ερευνών επανέρχεται σε περίοδο αγρανάπαυσης μετά από μία μικρή αναλαμπή (2011-2014). Η ιστορία απλώς επαναλαμβάνεται.
Πηγή energia.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου