Η κίνηση στους δρόμους της πόλης μειώθηκε, ενώ λιγοστοί ήταν και οι άνθρωποι που κυκλοφορούσαν. Θεσσαλονίκη και υγρασία είναι έννοιες συνυφασμένες. Τόσο το καλοκαίρι όσο και το χειμώνα, οι επισκέπτες της πόλης δυσκολεύονται να συνηθίσουν τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν. Το καλοκαίρι, η ζέστη κόβει την ανάσα, αλλά και το χειμώνα το κρύο «πιρουνιάζει τα κόκαλα».
«Ο καύσωνας δεν είναι κάτι καινούργιο για τη Θεσσαλονίκη», σημειώνει ο διευθυντής του Τομέα Μετεωρολογίας του ΑΠΘ, καθηγητής Θεόδωρος Καρακώστας. Καύσωνας είχε σημειωθεί στην πόλη και στις αρχές της δεκαετίας του '60, ενώ υπενθυμίζει και τον πολύνεκρο καύσωνα το καλοκαίρι του 1987, ο οποίος είχε διαρκέσει αρκετές μέρες και είχε πιάσει κατοίκους αλλά και υπηρεσίες απροετοίμαστους για την αντιμετώπιση του φαινομένου. «Το '60, όμως, η Θεσσαλονίκη είχε τους ανέμους που μπορούσαν να αλλάξουν τα χαρακτηριστικά της αέριας μάζας. Με τον καιρό, όμως, ήρθε η ανοικοδόμηση και οι τοπικοί άνεμοι δεν μπορούν να παίξουν πλέον το ρόλο που έπαιζαν και να αερίσουν, έστω και λίγο, την πόλη», επισημαίνει ο Θ. Καρακώστας. «Αποτέλεσμα είναι ο Θερμαϊκός Κόλπος και το εσωτερικό της πόλης να παρουσιάζουν διαφορά θερμοκρασίας, ακριβώς επειδή η θαλάσσια αύρα δεν μπορεί να εισχωρήσει περισσότερο από ένα - δύο τετράγωνα μέσα στην πόλη». Ούτε το δάσος του Σέιχ Σου, όμως, μπορεί να παίξει πια το ρόλο που έπαιζε στο παρελθόν. «Η Θεσσαλονίκη έχει σχήμα πεταλούδας με μόνο ελεύθερο άξονα αυτόν που οδηγεί από την παραλία στο Σέιχ Σου. Παλιότερα το δάσος τροφοδοτούσε τη πόλη με δροσιά. Τώρα όμως έχει περιοριστεί πολύ από τη δόμηση στις παρυφές του, που ούτε αυτή τη δροσιά δεν μπορεί να προσφέρει στην πόλη», καταλήγει ο Θ. Καρακώστας.
«Ο δείκτης δυσφορίας δεν είναι θέμα μικροκλίματος, αλλά καιρικών συνθηκών», τονίζει ο ομότιμος καθηγητής Μετεωρολογίας, Τιμολέων Μακρογιάννης. «Είναι αποτέλεσμα συνύπαρξης υψηλών θερμοκρασιών, υψηλής υγρασίας και άπνοιας. Οταν στη Μίκρα η θερμοκρασία είναι 37 βαθμοί Κελσίου, στο κέντρο της πόλης έχει μετρηθεί έως και 5 βαθμούς υψηλότερη. Και στη Θεσσαλονίκη, η υγρασία είναι παρούσα χειμώνα - καλοκαίρι. Αν συνυπολογίσουμε την άσφαλτο και το τσιμέντο, που έχουν την ιδιότητα να αντανακλούν τη θερμότητα, τότε καταλαβαίνουμε γιατί αυξάνεται ο δείκτης δυσφορίας, όταν η θερμοκρασία και η σχετική υγρασία φτάνουν σε υψηλές τιμές. Οταν η θερμοκρασία στη Μίκρα είναι στους 37 βαθμούς, η σχετική υγρασία κοντά στο 60% και επικρατεί άπνοια, είναι λογικό ο δείκτης δυσφορίας να φτάνει στο 27 με 29, που είναι μια τιμή όπου η δυσφορία είναι αισθητή στο σύνολο του πληθυσμού», επισημαίνει ο Τ. Μακρογιάννης.
Ο ομότιμος καθηγητής Μετεωρολογίας, Χρήστος Μπαλαφούτης, παρομοιάζει τον Θερμαϊκό με μια χύτρα που συνεχώς βγάζει υδρατμούς, οι οποίοι δεν απομακρύνονται। «Με τη θερμοκρασία στους 37 βαθμούς Κελσίου, η θερμοκρασία των επιφανειακών υδάτων στο Θερμαϊκό κόλπο, φτάνει στους 32 βαθμούς.Πρόκειται για μια υψηλή τιμή, που κάνει έντονη την εξάτμιση του νερού. Αυτό, σε συνδυασμό με τους νοτιάδες ή την άπνοια, μετατρέπει τον Θερμαϊκό Κόλπο που είναι ένας κλειστός κόλπος, σε μία χύτρα, η οποία συνεχώς βγάζει υδρατμούς. Από τη στιγμή που δεν υπάρχουν άνεμοι για να απομακρύνουν τους υδρατμούς, η υγρασία παραμένει παγιδευμένη στον αέρα και δεν υπάρχει ανανέωση και στον αέρα της πόλης. Αυτές οι συνθήκες, σε συνδυασμό με τις λεγόμενες «αστικές χαράδρες», το τσιμέντο, το καυσαέριο, την άσφαλτο, τη ζέστη που εκπέμπουν τα κλιματιστικά, αυξάνουν ακόμη περισσότερο τη ζέστη και τη δυσφορία μέσα στην πόλη», καταλήγει ο Χρ. Μπαλαφούτης.
Πηγή enet.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου