Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2013

World Energy Outlook 2013: Η Ινδία θα Ξεπεράσει την Κίνα στην Κατανάλωση Ενέργειας Μετά το 2020

Αν και οι τεχνολογία και οι υψηλές τιμές πετρελαίου ωθούν στην εκμετάλλευση νέων πετρελαϊκών αποθεμάτων, ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (ΙΕΑ), στο WorldEnergy Outlook για το 2013 εκτιμά ότι δεν βρισκόμαστε μπροστά σε μία νέα εποχή αφθονίας του «μαύρου χρυσού».

Ειδικότερα, κατά τη σημερινή παρουσίαση της ετήσιας έκδοσης του Οργανισμού στο Λονδίνο τονίστηκε ότι, μολονότι η αυξανόμενη παραγωγή αργού σε Βόρεια Αμερική και Βραζιλία μειώνει τον ρόλο του OPEC την ερχόμενη δεκαετία, η Μέση Ανατολή, η μόνη πηγή φθηνού πετρελαίου σε μεγάλη κλίμακα, θα ανακτήσει, μετά τα μέσα της δεκαετίας του 2020, τον ρόλο της σαν βασική πηγή προσφοράς αργού.


Το World Energy Outlook 2013 προβλέπει στο βασικό του σενάριο την αύξηση της παγκόσμιας ενεργειακής ζήτησης κατά ένα τρίτο από σήμερα μέχρι το 2035. Η μετατόπιση του κέντρου βάρους της παγκόσμιας ζήτησης προς την Ασία θα επιταχυνθεί, αλλά τα πρωτεία θα πάρει από την Κίνα, την δεκαετία του 2020, η Ινδία και οι χώρες της ΝΑ Ασίας.

Από την άλλη, η Μέση Ανατολή μετατρέπεται σε βασικό ενεργειακό καταναλωτή, και μετά το 2020 θα έχει τηδεύτερη μεγαλύτερη κατανάλωση φυσικού αερίου και ως το 2039 την τρίτη μεγαλύτερη κατανάλωση πετρελαίου.

Η έκθεση δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη Βραζιλία, η οποία διαθέτει έναν από τους ενεργειακούς τομείς με τη μικρότερη ένταση άνθρακα στον κόσμο, παρ΄ό, τι ως το 2035 αναμένεται να αυξήσει την χρήση ενέργειας κατά 80%, ενώ, παράλληλα, θα εξελιχθεί σε έναν από τους μεγαλύτερους παραγωγούς ενέργειας στον κόσμο.

Η ζήτηση ενέργειας στις χώρες του ΟΟΣΑ αναμένεται να μειώσει ελάχιστη αύξηση και ως το 2035 αναμένεται να αντιστοιχεί σε λιγότερο από τη μισή από αυτή των χωρών εκτός ΟΟΣΑ. Οι πηγές «χαμηλού άνθρακα» αναμένεται να καλύψουν περί το 40% της αύξησης της παγκόσμιας ενεργειακής ζήτησης. Σε κάποιες περιοχές, μάλιστα, η ραγδαία εξάπλωση των αιολικών και των φωτοβολταϊκών αναμένεται να προκαλέσουν σοβαρά ζητήματα σχετικά με τον σχεδιασμό των αγορών ηλεκτρισμού και για την ικανότητά τους να διασφαλίσουν τις απαιτούμενες επενδύσεις και την μακροπρόθεσμη αξιοπιστία του συστήματος.

Η εκτελεστική διευθύντρια του Οργανισμού, Μαρία βαν ντερ Χέβεν, μιλώντας κατά την παρουσίαση του World Energy Outlook 2013, τόνισε ότι «Κεφαλαιώδεις αλλαγές πραγματοποιούνται στην ενέργεια σε απάντηση προς τις μετατοπίσεις στην οικονομική ανάπτυξη, καθώς και προσπάθειες για απαλλαγή από τον άνθρακα, αλλά και τεχνολογικές καινοτομίες» και πρόσθεσε ότι «διαθέτουμε τα εργαλεία για να αντεπεξέλθουμε σε μία τόσο βαθιά αλλαγή της αγοράς. Όσοι ανταποκρίνονται επιτυχώς στις παγκόσμιες ενεργειακές εξελίξεις έχουν πλεονέκτημα, ενώ όσοι δεν θα μπορέσουν, διατρέχουν το ρίσκο χαμηλού επιπέδου επενδύσεων και αποφάσεων».

Η διαθεσιμότητα αλλά και οι πρόσφορες τιμές ενέργειας αποτελούν κρίσιμα μεγέθη για την ευημερία των οικονομικών και, σε πολλές χώρες, και για τη βιομηχανική ανταγωνιστικότητα. Σήμερα στις ΗΠΑ οι τιμές φυσικού αερίου βρίσκονται στο ένα τρίτο των τιμών εισαγωγής που επικρατούν στη Ευρώπη και στο ένα πέμπτο αυτών στην Ιαπωνία.
Οι μέσοι Ευρωπαίοι και Ιάπωνες βιομηχανικοί καταναλωτές πληρώνουν πάνω από το διπλάσιο για ηλεκτρισμό σε σχέση με αυτούς στις ΗΠΑ, ενώ ακόμη και οι Κινέζοι βιομηχανικοί καταναλωτές πληρώνουν τα διπλάσια σε σχέση με τους αντίστοιχους στην Αμερική.

Η έκθεση προβλέπει ότι ως το 2035 θα συνεχίσουν να υπάρχουν μεγάλες διαφορές
στις ενεργειακές τιμές, γεγονός που θα επηρεάζει τις αποβάσεις και τις στρατηγικές εταιρειών και επενδυτών. Οι ΗΠΑ αναμένεται να δουν το εξαγωγικό μερίδιο των ενεργειακής έντασης αγαθών τους να αυξάνεται ελαφρώς ως το 2035, γεγονός που αποτελεί την καλύτερη απόδειξη για τη σχέση ανάμεσα στις συγκριτικά χαμηλές τιμές και τις προοπτικές της βιομηχανίας. Αντίθετα, ο ΙΕΑ προβλέπει ότι η ΕΕ και η Ιαπωνία θα δουν το μερίδιο των εξαγωγών τους να μειώνεται, συνολικά κατά ένα τρίτο σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα.

«Οι χαμηλές ενεργειακές τιμές στις ΗΠΑ αποτελούν απόδειξη ότι η χώρα θα αποκτήσει ένα οικονομικό πλεονέκτημα, ενώ τα υψηλότερα κόστη για της βιομηχανίες ενεργειακής έντασης στην ΕΕ και την Ιαπωνία αναμένεται να αποτελέσουν μεγάλο βάρος», τόνισε ο επικεφαλής οικονομολόγος του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας Φατίχ Μπιρόλ, κατά την παρουσίαση του World Energy Outlook 2013.

Ανάμεσα στις επιλογές που έχουν οι διαμορφωτές πολιτικής ώστε να μετριάσουν τις επιπτώσεις των υψηλών ενεργειακών τιμών, ξεχωρίζει η εξοικονόμηση ενέργειας: τα δύο τρίτα των οικονομικών δυνατοτήτων από την εξοικονόμηση ενέργειας αναμένεται να παραμείνουν αναξιοποίητα ως το 2035, σύμφωνα με την έκθεση, αν δεν υπερβαθούν τα εμπόδια της αγοράς. Ένα από αυτά είναι οι επιδοτήσεις στα ορυκτά καύσιμα, που αποτελούν κίνητρο για ρυπογόνο κατανάλωση με κόστος που έφτασε το 2012 τα 544 δις δολ. Η επιτάχυνση της πορείας προς μία παγκόσμια αγορά φυσικού αερίου θα μπορούσε, επίσης, να μειώσει τις διαφορές τιμών ανάμεσα στις διάφορες περιοχές του πλανήτη.

Οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά φυσικού αερίου και στην τιμολόγηση στην περιοχή Ασίας – Ειρηνικού και οι εξαγωγές LNG από τη Βόρειο Αμερική θα μπορούσαν να χαλαρώσουν την αυστηρότητα των ρυθμίσεων που έχουν διαμορφώσει στην αγορά τα συμβόλαια και, συνεπώς, να συντελέσουν στη μείωση των τιμών του φυσικού αερίου.

Ωστόσο, η προσπάθεια μείωσης των τιμών δεν σημαίνει και παραίτηση από τον στόχο για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα που σχετίζονται με την ενέργεια αναμένεται να σημειώσουν αύξηση κατά 20% ως το 2035, γεγονός που αναμένεται να συμβάλει σε αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας κατά 3.6 ° C, πολύ πάνω από τον διεθνή στόχο των 2 ° C.

Tο World Energy Outlook του 2013 δίνει έμφαση, επίσης, στην ανάγκη για προσεκτικό σχεδιασμό των επιδοτήσεων στις ΑΠΕ, οι οποίες το 2012 έφτασαν τα 101 δις δολ. και το 2035 αναμένεται να φτάσουν τα 220 δις δολ. ώστε να στηρίξουν το αναμενόμενο τότε επίπεδο απασχόλησης.

Η έκθεση επικεντρώνεται σε βάθος στο πετρέλαιο και στο πώς η τεχνολογία ανοίγει προοπτικές εκμετάλλευσης για νέα αποθέματα, τα οποία ως πρόσφατα ήταν πολύ δύσκολο ή ασύμφορο να εξορυχθούν.
Ωστόσο, οι κρατικές εταιρείες υδρογονανθράκων και οι κυβερνήσεις κατέχουν ακόμη πάνω από το 80% των συνολικών βεβαιωμένων και πιθανών αποθεμάτων πετρελαίου του πλανήτη. Ο ρυθμός αύξησης της παγκόσμιας ζήτησης μειώνεται σταθερά, από 1 εκατ. βαρέλια την ημέρα το 2020 σε μόλις 400 χιλ. βαρέλια την ημέρα μετά από το έτος αυτό, καθώς οι υψηλές τιμές αργού θα ωθήσουν σε αλλαγή καυσίμων και αξιοποίηση της ενεργειακής αποδοτικότητας, ενώ μειώνεται και η χρήση πετρελαίου στις χώρες του ΟΟΣΑ.

Η μετατόπιση του κέντρου βάρους της κατανάλωσης αργού προς την Ασία και την Μέση Ανατολή θα συνοδευτεί, κατά τον ΙΕΑ, από συνεχή αύξηση και στη διυλιστική δραστηριότητα στις περιοχές αυτές. Ωστόσο, σε πολλές χώρες του ΟΟΣΑ η μείωση στη ζήτηση θα εντείνει την πίεση προς τη βιομηχανία διύλισης, εκτιμά η έκθεση, και προβλέπει ότι ως το 2035 σχεδόν 10 εκατ. βαρέλια την ημέρα από την παγκόσμια διυλιστική δυναμικότητα κινδυνεύουν με απόσυρση λόγω χαμηλής αξιοποίησης ή κλεισίματος μονάδων, με πιο ευάλωτες τις μονάδες στην Γηραιά Ήπειρο.
Πηγή energia.gr 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου