Σε τέσσερα μέτωπα εστιάζονται οι πιέσεις που δέχεται η χώρα μας και η ΔΕΗ από την Ευρωπαϊκή Ενωση κατά κύριο λόγο αλλά και από την τρόικα για αλλαγές στη λειτουργία της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτά είναι:
1 Ελλιπής ανταγωνισμός στην παραγωγή
Σήμερα η ΔΕΗ ελέγχει το 90% της παραγωγής ενέργειας, έναντι 85% της αντίστοιχης εταιρείας στη Γαλλία, 81% του Βελγίου, 55% της Πορτογαλίας, 46% της Ιρλανδίας, 42% της Δανίας και της Σουηδίας, 30% της Ιταλίας και της Ισπανίας, 25% της Γερμανίας και της Φινλανδίας και μόλις 18% της Βρετανίας. Στην Ελλάδα λειτουργούν 6 ιδιωτικές μονάδες, 2.200 ΜW που ελέγχουν το 18% της συνολικής εγκατεστημένης ισχύος της χώρας. Στην πράξη όμως, επειδή λειτουργούν με φυσικό αέριο και άρα έχουν αρκετά υψηλότερο κόστος από τις λιγνιτικές της ΔΕΗ, μπαίνουν στο σύστημα πολύ λιγότερες ώρες και παράγουν μόλις το 5% της συνολικής ενέργειας.
Επειδή η Πολιτεία παραδέχεται ότι υπάρχουν στρεβλώσεις όπως αυτές στην αγορά χονδρικής, όλες οι παραπάνω μονάδες επιδοτούνται με εγγυημένο έσοδο της τάξεως των 35.000 ευρώ ανά μεγαβάτ το έτος και εξετάζεται να αναπροσαρμοστεί προς τα πάνω αυτό το ποσό για να διασφαλιστεί η βιωσιμότητά τους.
2 Μόνο 3% των καταναλωτών σε άλλους παρόχους
Στον τομέα αυτό υπάρχει η μεγαλύτερη στρέβλωση. Ανέκαθεν τα τιμολόγια της ΔΕΗ διατηρούνταν για κοινωνικούς λόγους σε επίπεδα ακόμη και κάτω του κόστους, γι΄ αυτό και είναι από τα χαμηλότερα της Ε.Ε. Σύμφωνα με τη ΔΕΗ, το οικιακό τιμολόγιο είναι μέχρι και 40% χαμηλότερο του κόστους παραγωγής και το αγροτικό μέχρι και 60%. Πώς τα βγάζει τότε πέρα η ΔΕΗ; Από τα εμπορικά τιμολόγια, που επί χρόνια διατηρούνται πολύ υψηλά, ακριβώς για να «επιδοτεί» τη ζημία από τα οικιακά. Τα τελευταία είναι τόσο χαμηλά ώστε δεν αφήνουν περιθώριο κέρδους σε τυχόν ιδιώτες να ανταγωνιστούν τη ΔΕΗ.
Αποτέλεσμα των παραπάνω, είναι μόνο 3% των καταναλωτών της ΔΕΗ (κυρίως εμπορικοί) να έχουν αλλάξει πάροχο και αυτό μόλις τον τελευταίο χρόνο, όταν εμφανίστηκαν οι πρώτοι ανταγωνιστές στη λιανική. Υστερούμε ακόμη και από τη Βουλγαρία όπου έχει μετακινηθεί το 13% από το κρατικό μονοπώλιο σε άλλες εταιρείες, από τη Δανία όπου έχει αλλάξει πάροχο το 14%, τη Γερμανία και την Ισπανία (10%), τη Σουηδία (9%), την Πολωνία (8%), την Πορτογαλία (7%), την Ιταλία (5%) κ.ο.κ.
Δείγμα του πόσο ανταγωνιστική είναι η αγορά, είναι και το μερίδιο των λιανεμπόρων που δραστηριοποιούνται. Οι τρεις μεγαλύτεροι παίκτες στο retail ελέγχουν μόνο το 30% στη Νορβηγία, το 40% στη Φινλανδία, το 43% στη Ρουμανία και την Πολωνία, το 45% στη Γερμανία, το 60% στην Ιταλία και το 65% στην Αυστρία. Στην Ελλάδα φυσικά ελέγχουν το 100%, αφού μόνο η ΔΕΗ κατέχει μερίδιο άνω από 90% (οι άλλοι δύο είναι η Verbund και η Αegean Ρower που πωλούν κυρίως σε εμπόρους).
3 Το αγκάθι των δικτύων
Στην Ελλάδα τα δίκτυα μεταφοράς (υψηλή τάση) έχουν μεταφερθεί σε έναν κατ΄ όνομα ανεξάρτητο διαχειριστή, τον ΔΕΣΜΗΕ, το 51% του οποίου ανήκει στο Δημόσιο και το 49% στη ΔΕΗ. Σε άλλες χώρες όπως η Γαλλία το μάνατζμεντ γίνεται από ανεξάρτητο διαχειριστή, γεγονός που μείωσε αισθητά τις κατηγορίες εναντίον της κρατικής εταιρείας ΕDF για αλχημείες και νόθευση του ανταγωνισμού. Το 15% μάλιστα του γαλλικού διαχειριστή ελέγχεται από ιδιώτες, έναντι 49% σε Πορτογαλία και Αυστρία, 64% στο Βέλγιο, 70% στην Ιταλία, 80% στην Ισπανία, 88% στη Φινλανδία και 100% σε Βρετανία και Γερμανία. Ακόμη και μικρότερες χώρες έχουν κάνει βήματα προς την κατεύθυνση αυτή, όπως η Λιθουανία. Αντίθετα στην Ελλάδα συχνά πυκνά ο ΔΕΣΜΗΕ κατηγορείται ότι μεροληπτεί υπέρ της ΔΕΗ, από την οποία άλλωστε προέρχεται το προσωπικό του. Π.χ., τον Μάιο υποβλήθηκε καταγγελία στη ΡΑΕ, σύμφωνα με την οποία καθ΄ όλο το 2009, ο Διαχειριστής δήλωνε ότι λειτουργούσαν και παρήγαν υδροηλεκτρική ενέργεια- την πιο φθηνή μορφή ενέργειαςπολύ περισσότερα εργοστάσια της ΔΕΗ από όσα στην πραγματικότητα. «Τούτο είχε σαν συνέπεια, η τιμή στη χονδρεμπορική αγορά να διατηρηθεί τεχνητά καθ΄ όλο το έτος σε πολύ χαμηλά επίπεδα προς όφελος της ΔΕΗ, πρακτική στην οποία οφείλεται εν μέρει και η περυσινή υψηλή της κερδοφορία, της τάξης του 1 δισ. ευρώ», αναφέρει η καταγγελία που εξετάζει η ΡΑΕ. Τα δίκτυα διανομής (χαμηλή και μέση τάση) ανήκουν επίσης στη ΔΕΗ. Η οδηγία με την οποία η Ελλάδα πρέπει να έχει συμμορφωθεί οπωσδήποτε μέχρι και τον Μάρτιο, δίνει τρεις δυνατότητες στις χώρες μέλη: παραχώρηση της κυριότητας των δικτύων σε ιδιώτες (όπως είχε ζητήσει αρχικά η τρόικα), μεταβίβασή τους σε ανεξάρτητο διαχειριστή και η τελευταία αλλά λιγότερη αποτελεσματική λύση την οποία θα ήθελε και η ΔΕΗ, είναι η μεταφορά τους απλώς σε μια νέα θυγατρική της, κυρίαρχης όμως εταιρείας.
4 Χωρίς ισχυρές αρμοδιότητες η ΡΑΕ
Τη χειρότερη βαθμολογία παίρνει η Ελλάδα και στον τέταρτο κρίσιμο δείκτη, αυτόν που αφορά το πόσο ισχυρές αρμοδιότητες έχει ο ρυθμιστής της αγοράς.
Ανοιξαν την αγορά, δεν πούλησαν μονάδες
Στις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες πλην της Ιταλίας η απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας έγινε χωρίς να πωληθούν σε ιδιώτες μονάδες της ελεγχόμενης από το κράτος επιχείρησης. Πρόκειται για αγορές που λειτουργούν σήμερα με επαρκή ανταγωνισμό και με ισχυρό τον ρόλο του κράτους Γερμανία: ανταγωνισμός προτού το επιβάλει η Ε.Ε.
Προτού καν η Κοινότητα ασχοληθεί με το άνοιγμα της αγοράς ενέργειας, στη Γερμανία λειτουργούσαν πέραν της μίας επιχειρήσεις. Ειδικότερα υπήρχαν αρκετές εταιρείες παραγωγής και πολλές μικρότερες στη διανομή, στη κυριότητα των οποίων ανήκαν τα δίκτυα, ακόμη και σε επίπεδο δήμων. Επομένως, όταν εφαρμόστηκαν οι κοινοτικές οδηγίες, η χώρα ήταν ήδη έτοιμη και το μόνο που συνέβη ήταν μια μεγάλη συγκέντρωση δυνάμεων. Χαρακτηριστικό είναι ότι το 2008, στη διάρκεια μάλιστα της διαπραγμάτευσης σε κοινοτικό επίπεδο για τον διαχωρισμό των δικτύων και ενώ η κυβέρνηση προωθούσε τη λύση της παραμονής τους σε θυγατρική, η ΕΟΝ, ένας από τους δύο κολοσσούς μαζί με την RWΕ, ανακοίνωσε ότι θέλει να τα πουλήσει. Αποφάνθηκε ότι αυτή δραστηριότητα, για τη χρήση της οποίας από τρίτους επιβάλλονταν ρυθμιζόμενες χρεώσεις, δεν θα της απέφερε πολλά κέρδη και, προκειμένου να αποκομίσει σημαντική ρευστότητα για να αναπτύξει τις κύριες δραστηριότητές της στην παραγωγή ενέργειας και στην εμπορία, αποφάσισε να πουλήσει τα δίκτυα.
Γαλλία: διαχώρισε εγκαίρως τα δίκτυα
Δειλά δειλά τα τελευταία χρόνια άρχισαν να ανεξαρτητοποιούνται κάποια τμήματα της παραγωγής, παρ΄ όλα αυτά η Εdf παραμένει ο εθνικός πρωταθλητής, ελέγχοντας το 85% της παραγωγής ηλεκτρισμού. Αν και η χώρα σε μια σειρά τομέων άργησε να προσαρμοστεί με τις κοινοτικές της υποχρεώσεις, εν τούτοις έχει κάνει πολλά βήματα στον τομέα του διαχωρισμού των δικτύων, δημιουργώντας ανεξάρτητες εταιρείες στις οποίες συμμετέχουν ιδιώτες σε ποσοστό 15%. Το 2005 συνέστησε θυγατρική (RΤΕ) στο δίκτυο μεταφοράς, με ανεξάρτητο μάνατζμεντ, γεγονός που συνέβαλε στο να πάψει να κατηγορείται για αλχημείες και νόθευση του ανταγωνισμού, όπως συνέβαινε μέχρι τότε. Το δίκτυο έτσι δεν μεροληπτεί υπέρ ενός παίκτη και, αν μη τι άλλο, χαλάρωσε κάπως η κριτική που δεχόταν η Εdf από τους ανταγωνιστές της. Σημειωτέον ότι η Εdf ακολουθεί πολύ επιθετική πολιτική πανευρωπαϊκά, έχοντας εξαγοράσει αρκετές εταιρείες, ανάμεσα στις οποίες και η ιταλική Εdison, με παρουσία στην Ελλάδα.
Τέλος στην κρατική παρέμβαση
Οπως και στους άλλους τομείς της ελληνικής οικονομίας έτσι και στην αγορά ηλεκτρισμού, αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που επιβάλλονται από το κοινοτικό δίκαιο και δεν έγιναν τα τελευταία 12 χρόνια πρέπει να γίνουν μέσα σε λίγους μήνες. Στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας το ζητούμενο είναι η δημιουργία ουσιαστικού ανταγωνισμού με τη συμμετοχή σε αυτήν και άλλων παικτών πέραν της ΔΕΗ. Τα τελευταία 5 χρόνια εμφανίστηκαν σταδιακά νέοι παίκτες, μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες, γνωστοί ως Ανεξάρτητοι Παραγωγοί Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΙΡΡ), οι οποίοι ανέλαβαν το επιχειρηματικό ρίσκο και επένδυσαν κατασκευάζοντας νέες θερμοηλεκτρικές μονάδες με φυσικό αέριο, έτσι ώστε σήμερα μεταξύ τους να ελέγχουν 6 μονάδες συνολικής εγκατεστημένης ισχύος 2.200 ΜW, ενώ μέχρι τα τέλη του 2011 πιθανό να έχει φθάσει τα 3.000 ΜW.
Η πρόσβαση των Ανεξάρτητων Παραγωγών Ηλεκτρισμού στην ημερήσια χονδρεμπορική αγορά που λειτουργεί ο Διαχειριστής του Εθνικού Συστήματος Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΔΕΣΜΗΕ)- που ουσιαστικά αποτελεί παρακλάδι της ΔΕΗ- ελέγχεται σε μεγάλο βαθμό από την ΔΕΗ η οποία εκμεταλλευόμενη τις αδυναμίες του Κώδικα Λειτουργίας του Συστήματος χειραγωγεί συστηματικά την αγορά εμποδίζοντας την πρόσβαση σε αυτήν τόσο των παραγωγών όσο και των προμηθευτών- εισαγωγέων. Επιπλέον, οι παραγωγοί χρησιμοποιούν αποκλειστικά ως καύσιμο το φυσικό αέριο, το οποίο θεωρείται ακριβό, μη έχοντας πρόσβαση στον «φθηνό» λιγνίτη που εκμεταλλεύεται αποκλειστικά η ΔΕΗ. Η δε προσπάθεια της προηγούμενης κυβέρνησης για την αξιοποίηση νέων κοιτασμάτων λιγνίτη (π.χ. κοίτασμα Βεύης) από τους Ανεξάρτητους Παραγωγούς με παράλληλη κατασκευή από αυτούς σύγχρονης λιγνιτικής θερμοηλεκτρικής μονάδας τορπιλίστηκαν από τη ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ.
Γιατί επιμένει η Κομισιόν
Το αποτέλεσμα είναι ότι σήμερα, παρά το γεγονός ότι οι Ανεξάρτητοι Παραγωγοί ε λέγχουν το 18% της συνολικής εγκατεστημένης ηλεκτρικής ισχύος της χώρας, παράγουν κάτι λιγότερο από το 5% της ηλεκτρικής ενέργειας. Γι΄ αυτό και η Κομισιόν επιμένει ότι ο μόνος σίγουρος και αποτελεσματικός τρόπος για την επίτευξη ισότιμων όρων ανταγωνισμού είναι η δυνατότητα πρόσβασης των ανεξάρτητων παραγωγών σε ένα μέρος της λιγνιτικής και υδροηλεκτρικής παραγωγής, κάτι που μπορεί να επιτευχθεί σχετικά γρήγορα με την πώληση αντιστοίχων παγίων της ΔΕΗ.
Οι δε αντιπροτάσεις της κυβέρνησης περί πώλησης ισοδύναμης (δηλαδή 40%) εικονικής λιγνιτικής και υδροηλεκτρικής ισχύος στους ΙΡΡ με ετήσιους διαγωνισμούς δεν πείθουν την Κομισιόν γιατί πιστεύει, όχι αβάσιμα, ότι όσο θα εξακολουθεί να ελέγχεται ο ΔΕΣΜΗΕ από τη ΔΕΗ η ημερήσια αγορά θα χειραγωγείται. Γι΄ αυτό και το άλλο βασικό αίτημα της Κομισιόν, και υποχρέωση βάσει των κοινοτικών οδηγιών και του 3ου ενεργειακού πακέτου, είναι να υπάρξει ο πλήρης ιδιοκτησιακός διαχωρισμός του δικτύου από τη ΔΕΗ.
Μία ρεαλιστική λύση για την άμεση επίτευξη υγιούς περιβάλλοντος ανταγωνισμού θα ήταν η μερική πώληση παγίων της ΔΕΗ (π.χ.
20% ισχύος) με παράλληλη πώληση εικονικής ισχύος (υπόλοιπο 20%) για περιορισμένο χρονικό διάστημα (π.χ. 3 χρόνια)- όσος καιρός θα χρειασθεί για την κατασκευή μιας μεγάλης λιγνιτικής μονάδας από τους Ανεξάρτητους Παραγωγούς.
Τέλος, πρέπει να διευκρινιστεί ότι με την πώληση κάποιων μονάδων της ΔΕΗ δεν ιδιωτικοποιείται η επιχείρηση αφού δεν αλλάζει η μετοχική της σύνθεση. Τα δε έσοδα από την πώληση μπορεί να χρησιμοποιηθούν από τη ΔΕΗ για τη μείωση του υπέρογκου δανεισμού της (πάνω από 4 δισ. ευρώ και με τις ασφαλιστικές υποχρεώσεις της καλυμμένες από τον κρατικό προϋπολογισμό) και την υλοποίηση του επενδυτικού της προγράμματος. Ουσιαστικά προσφέρεται μία άριστη ευκαιρία στην ΔΕΗ να εκσυγχρονίσει την υποδομή της, αλλά και να ανοιχτεί σε νέες αγορές (π.χ. Δύση, Βαλκάνια) ακολουθώντας το παράδειγμα των άλλων μεγάλων ηλεκτρικών εταιρειών της Ευρώπης που πέρασαν από παρόμοια διαδικασία (π.χ. ΕΝΕL, ΕDF, RWΕ κ.λπ.).
Ο κ. Σταμπολής είναι αντιπρόεδρος και γενικός διευθυντής του Ινστιτούτου Ενέργειας Ν.Α. Ευρώπης (ΙΕΝΕ)
Η πώληση δεν είναι λύση
Η απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας άρχισε το 1996 στην Ευρωπαϊκή Ενωση και το 1999 στην Ελλάδα. Δέκα χρόνια μετά την ίδρυση της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας της Ελλάδας, η εξέλιξη της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή. Καθώς δεν μπόρεσε να αναπτυχθεί ανταγωνισμός με υγιή τρόπο ήταν αναπόφευκτο να τεθεί, αργά ή γρήγορα, ζήτημα βίαιης προσαρμογής στους κοινοτικούς κανόνες για την ενιαία, εσωτερική αγορά ενέργειας.
Η χώρα καλείται πλέον να επιλύσει χρονίζοντα και δισεπίλυτα προβλήματα μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, τόσο στον τομέα της ενέργειας όσο και σε άλλους τομείς. Οπως αναμενόταν, η πολιτική του να «ξορκίσουμε το κακό» έφθασε στο τέλος της. Είχαμε προειδοποιήσει σχετικά με την αδιέξοδη αυτή πορεία ήδη από το 2001-2002 (Αρχές Τιμολογιακής Πολιτικής, ΡΑΕ 2001, Πρόταση σχεδίου νόμου για την αγορά ενέργειας, ΡΑΕ 2002, και άλλες προτάσεις).
Κατά τη δεκαετία της «απελευθέρωσης» της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, όλες οι κυβερνήσεις αρνήθηκαν να θεωρήσουν την απελευθέρωση ως ευκαιρία εκσυγχρονισμού του κλάδου και των δημοσίων επιχειρήσεων, αλλά την αντιμετώπισαν αμυντικά, ως «αναγκαίο κακό» λόγω της συμμετοχής της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Το πολιτικό κόστος από τυχόν δυσαρέσκεια του συνδικάτου κυριάρχησε στην πολιτική ατζέντα, αδιαφορώντας για θέματα αποτελεσματικότητας, κόστους και επενδύσεων.
Δύο μόνο εκσυγχρονιστικές κινήσεις έγιναν στο διάστημα αυτό: η μετοχοποίηση της ΔΕΗ το 2001- 2002 και ο Νόμος 3175/2003 με τον οποίο καθιερώθηκε η Ημερήσια Χονδρεμπορική Αγορά Ενέργειας.
Με κίνητρο την αγορά αυτή πραγματοποιήθηκαν σημαντικές ιδιωτικές επενδύσεις στην ηλεκτροπαραγωγή (μονάδες φυσικού αερίου άνω των 2000 ΜW). Ωστόσο, η ΔΕΗ, παρά τη βελτίωση της παραγωγικότητάς της, δεν κατάφερε να αντικαταστήσει μέχρι σήμερα παλαιές μονάδες με νέες, όπως προέβλεπε ο νόμος του 2003.
Ανεπίτρεπτες στρεβλώσεις στις τιμές
Κατά την πενταετία 2004- 2009 εφαρμόστηκε ο νόμος του 2003 χωρίς ωστόσο σημαντικές νέες πρωτοβουλίες, αλλά και με πολλές στρεβλώσεις και λάθη. Η λογική του πολιτικού κόστους συνεχίστηκε και σχετικά με τη ρύθμιση των τιμολογίων της ΔΕΗ με αποτέλεσμα να εξακολουθούν ακόμη και σήμερα να υφίστανται ανεπίτρεπτες στρεβλώσεις στις τιμές ιδίως μεταξύ κατηγοριών καταναλωτών. Το κράτος ανέχθηκε τη χειραγώγηση της Χονδρεμπορικής Ημερήσιας Αγοράς και τις στρεβλώσεις της λιανικής αγοράς.
Μάλιστα, αντί να ενισχύσει τον μερικώς ανεξάρτητο διαχειριστή ΔΕΣΜΗΕ, συζητάει αρκετό καιρό τώρα να τον επαναφέρει εντός της ΔΕΗ μέσω θυγατρικής εταιρείας.
Παρά τις επανειλημμένες προειδοποιήσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης, οι εκάστοτε κυβερνήσεις ενεργούσαν νομίζοντας ότι μπορούμε (υπέρ κακώς εννοούμενων κρατικομονοπωλιακών συμφερόντων) να διαφεύγουμε με ημίμετρα και απαντητικές επιστολές. Ετσι τα πράγματα έφθασαν στο απροχώρητο, πράγμα που αποτελούσε κοινή διαπίστωση ακόμη και πριν από την πρόσφατη δραματική παρέμβαση της τρόικας.
Το σημείωμα αυτό είναι πολύ σύντομο για να προτείνει λύσεις για το μέλλον, αλλά σε κάθε περίπτωση η βεβιασμένη πώληση μονάδων δεν είναι λύση. Υπάρχουν λύσεις και πρέπει να μελετηθούν οργανωμένα ώστε όχι μόνο να επιτρέψουν την ανάπτυξη υγιούς ανταγωνισμού αλλά και να διασφαλίσουν τη μετάβαση προς ένα σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας με λιγότερες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και σημαντικό μερίδιο ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Ομως το πιο σημαντικό είναι να πεισθούμε και εμείς αλλά και οι εταίροι μας στην Ευρωπαϊκή Ενωση ότι έχουμε πράγματι πρόθεση να δούμε την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας με θετικό- δημιουργικό τρόπο, ως ευκαιρία για εκσυγχρονισμό του κλάδου, βελτίωση της αποτελεσματικότητας, αύξηση της επιχειρηματικότητας και επενδύσεις που εξυπηρετούν τις νέες προκλήσεις που τίθενται. Μόνο έτσι θα προχωρήσουμε μπροστά προς όφελος των καταναλωτών και της ελληνικής οικονομίας.
Ο κ. Κάπρος είναι καθηγητής Ενεργειακής Οικονομίας στο ΕΜΠ, πρώην πρόεδρος της ΡΑΕ
Πηγή tanea.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου