Από το πρώτο εκείνο τεστ οσμής πέρασαν τέσσερα χρόνια. Μέσα σ' αυτό το διάστημα ο Στέμερμαν και η ερευνητική ομάδα του από το Ινστιτούτο Τεχνολογίας Καρλσούης (ΚΙΤ) υπέβαλλαν την ουσία και σε πιο... αντικειμενικές δοκιμές. Αποτέλεσμα: το προϊόν, που από τους επινοητές του πήρε την ονομασία «Celitement», όχι μόνον είναι εξίσου σταθερό όπως το παραδοσιακό τσιμέντο, αλλά επίσης λιγότερο πορώδες και με μεγαλύτερη αντοχή σε όξινα περιβάλλοντα.
Ουσιαστικώς δεν ήταν αυτός ο στόχος της ομάδας Στέμερμαν. Το ιδιαίτερο στοιχείο της νέας συνδετικής ουσίας είναι κυρίως η παρασκευή του: σε βιομηχανικά δεδομένα χρειάζεται μόνον το 50% της ενέργειας που απαιτεί η παρασκευή του παραδοσιακού τσιμέντου, ούτως ώστε εκλύεται στην ατμόσφαιρα επίσης 50% λιγότερο διοξείδιο του άνθρακα.
Αυτό θα σήμαινε οικολογική επανάσταση- αφού κανένας άλλος παραγωγικός τομέας δεν επιβαρύνει την ατμόσφαιρα περισσότερο απ' όσο οι τσιμεντοβιομηχανίες. Σε κάθε τόνο τσιμέντου, που καταλήγει σε μπετόν ή αμμοκονίαμα, αντιστοιχούν σχεδόν ίσης ποσότητας αέριες εκπομπές CO2.
Επειδή η οικοδομική δραστηριότητα του ανθρώπινου είδους σημειώνει εκρηκτικές τάσεις -και απαιτεί τεράστιες ποσότητες τσιμέντου- η επιβάρυνση του κλίματος είναι επίσης τεράστια. Υπολογίζεται ότι πέρσι χρησιμοποιήθηκαν 2,8 δισ. τόνοι του γκρίζου υλικού- και η σύγκριση των στοιχείων αποκαλύπτει πως τα καυσαέρια από την παρασκευή τσιμέντου ξεπερνούν σε ποσότητα εκείνα της εναέριας κυκλοφορίας!
Ανθρωπο και τσιμέντο τους ενώνουν χιλιετίες Ιστορίας. Οι Ρωμαίοι ήταν ήδη γνώστες μεθόδων παρασκευής της συνδετικής ουσίας· έκαιγαν ασβεστόλιθο και τον ανακάτευαν με ηφαιστειακή τέφρα, μίγμα που σταθεροποιούνταν με την προσθήκη νερού. Το συγγενές του μπετόν αποκαλούσαν opus caementitium και την ανθεκτικότητά του μαρτυρούν τα σχεδόν 1.900 χρόνια του Πάνθεου στη Ρώμη.
Η σημερινή μέθοδος παρασκευής τσιμέντου ανάγεται στον 19ο αιώνα και την εξασφάλισε ως ευρεσιτεχνία ο Εγγλέζος Τζόζεφ Απσντιν, το 1824. Βεβαίως, η μέθοδος έτυχε εκλέπτυνσης από τότε, όμως κατά βάση παρέμεινε η ίδια: με ασβεστόλιθο ως υλικό εκκίνησης, με τον θρυμματισμό και την ξήρανση πηλού και άμμου χαλαζία και κατόπιν το ψήσιμο των υλικών σε κλίβανο σε θερμοκρασίες γύρω στους 1.500oC.
Η ουσία που σχηματίζεται «αλέθεται» κατόπιν μαζί με γύψο ή παρόμοια υλικά. Στο νέο celitement η χημική συνδετική ουσία είναι λιγάκι διαφορετική απ' ό,τι η ημιτελική μορφή του τσιμέντου· και μόνον μετά την προσθήκη νερού παίρνει μορφή παρόμοια με του μπετόν ή του αμμοκονιάματος. Δηλαδή, αντί των 1.500 βαθμών, αρκούν μόνον 200 βαθμοί. Διαφορά τεράστια και σημαντικότατη.
Η λειτουργικότητα του νέου υλικού οφείλεται σε μία ανακάλυψη που έκανε η ερευνητική ομάδα της Καρλσρούης μάλλον συμπτωματικά: επί 15 χρόνια μελετούσε τις διαφορετικές ιδιότητες του τσιμέντου, ώσπου κάποια στιγμή διαπίστωσαν κατά τη διαδικασία της σκλήρυνσης, πριν από τον σχηματισμό τού κυρίως συνδετικού υλικού, ότι προέκυπτε ένα ενδιάμεσο -άγνωστο- υλικό. «Ουσιαστικώς, θέλαμε ν' ανακοινώσουμε από τότε την ανακάλυψή μας», δηλώνει ο Π. Στέμερμαν. Ομως, προτίμησαν να προχωρήσουν σταδιακά, πειραματίστηκαν και, κυρίως, πατεντάρισαν τη μέθοδό τους. Στις αρχές Ιουλίου τέθηκαν στο ΚΙΤ τα θεμέλια μιας πιλοτικής εγκατάστασης, όπου σε συνεργασία με βιομηχανική μονάδα παραγωγής μπετόν της Νότιας Γερμανίας θα δοκιμαστεί το νέο προϊόν και θα προετοιμαστεί η χρήση του στην οικοδόμηση του πρώτου κτιρίου. Το 2014 η νέα γκρίζα ουσία υπολογίζεται πως θα κυκλοφορήσει επισήμως στην αγορά με σφραγίδα φιλικού προς το περιβάλλον υλικού.
Πέραν τούτου, ο Π. Στέμερμαν δηλώνει γοητευμένος κι από μία άλλη πλευρά του νέου υλικού· την αισθητική του. Τι εννοεί; Οτι η κυρίως χημική ουσία σχηματίζει «τσιμεντένια άνθη», δηλαδή αλλεπάλληλους κρυστάλλους, οι οποίοι κατά τη γνώμη του έχουν εκπληκτική ομοιότητα με χρυσάνθεμα. Ποιος είπε ότι όσοι ασχολούνται με οικοδομικά υλικά δεν διαθέτουν ή έχουν απολέσει την αίσθηση του ρομαντισμού.Πηγή enet.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου