Στη διάρκεια των τελευταίων 10 ετών, προτάθηκαν διάφορες παρεμβάσεις για την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Από την ανταλλαγή μονάδων της ΔΕΗ με άλλες ευρωπαϊκές εταιρείες έως την πώληση κάποιων από αυτές ή/και τη δημιουργία νέων, σε συνεργασία με ιδιώτες. Ολες οι προτάσεις προσέκρουσαν στην αντίδραση της πανίσχυρης συνδικαλιστικής οργάνωσης των εργαζομένων της επιχείρησης, αλλά και σε ποικιλώνυμα επιχειρηματικά συμφέροντα που διαφωνούσαν ως προς τον τρόπο που θα μοιράζονταν την αγορά. Ολοι ήθελαν τα πάντα, επί της ουσίας είτε τη διατήρηση του κρατικού μονοπωλίου είτε τη συνδιαχείρισή του είτε την αντικατάστασή του με κάποιο ιδιωτικό. Απέναντί τους είχαν κυβερνήσεις άτολμες και αναποφάσιστες, που υπό τον φόβο του πολιτικού κόστους, αντί να επεξεργαστούν την ενεργειακή στρατηγική της χώρας και να εντάξουν σε αυτή και την πραγματική απελευθέρωση της αγοράς, προτίμησαν τη σιγουριά και την ασφάλεια της σχεδόν απόλυτης απραξίας. Καθ’ όλη αυτή τη μακρά περίοδο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επαναλάμβανε διαρκώς τις συστάσεις της για απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας και ήταν πρόθυμη να συμφωνήσει με οποιαδήποτε από αυτές τις προτάσεις, οι οποίες άλλωστε είχαν εφαρμοστεί και σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Σήμερα η Κομισιόν –με την ιδιότητα του δανειστή πλέον– δεν φαίνεται να αρκείται ούτε σε συστάσεις ούτε στην υιοθέτηση κάποιων από τις προτάσεις που έπεσαν στο τραπέζι τα προηγούμενα χρόνια. Απαιτεί την πώληση του 40% των ορυχείων και των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ σε λιγότερο από 12 μήνες και διεκδικεί το δικαίωμα να διαμορφώνει τα τιμολόγια του ηλεκτρικού ρεύματος. Η ΓΕΝΟΠ είναι πρόθυμη να υιοθετήσει κάποια από τις προτάσεις που απέρριπτε παλαιότερα, γνωρίζοντας ότι η σημερινή κυβέρνηση δεν μπορεί να ακολουθήσει την παρελκυστική πολιτική των προκατόχων της εάν θέλει να πάρει και την τρίτη δόση του δανείου από την τρόικα. Οι εγχώριοι επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται στον κλάδο ανησυχούν, καθώς οι ξένοι ανταγωνιστές τους βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση, επειδή έχουν μεγαλύτερες δυνατότητες χρηματοδότησης απ’ ό,τι οι Ελληνες και συνεπώς μπορούν να διεκδικήσουν με περισσότερες αξιώσεις τις μονάδες που θα υποχρεωθεί να πουλήσει η ΔΕΗ.
Η απελευθέρωση, που δεν έγινε με ήπιο και στρατηγικά σχεδιασμένο τρόπο τα προηγούμενα πολλά χρόνια, θα γίνει με βίαιο τρόπο σε λίγους μήνες. Οπως ακριβώς έγινε με το ασφαλιστικό σύστημα και την απελευθέρωση των οδικών μεταφορών πρόσφατα, όπως θα γίνει το επόμενο διάστημα με το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων.
Ωστόσο, η απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας θα επιχειρηθεί χωρίς σχεδιασμένη ενεργειακή στρατηγική. Χωρίς δηλαδή η Πολιτεία να έχει αποφασίσει πώς θα διασφαλιστεί η επάρκεια ηλεκτρικού ρεύματος σε βάθος χρόνου, με ποιο ενεργειακό μείγμα, με ποιο κόστος για νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Και δεν είναι να ψέγει κανείς την Κομισιόν ή την τρόικα, αφού δεν είναι δική τους δουλειά να μελετήσουν πόση ισχύ ηλεκτρικού ρεύματος θα χρειάζεται η χώρα σε μερικά χρόνια, πόση θα παράγεται από λιγνίτη, πόσο θα κοστίζει αυτή από το 2013 όταν θα αυξηθεί το κόστος των ρύπων, πόση θα παράγεται από άλλες πηγές, ποιες και με ποιο κόστος, τι μέρος των αναγκών μπορεί να καλύψει η ΔΕΗ και τι μέρος οι ιδιώτες επενδυτές.Η ενεργειακή στρατηγική είναι αποκλειστική αρμοδιότητα της ελληνικής κυβέρνησης. Μπορεί να προσπαθήσει να δώσει, όπως και οι προκάτοχοί της, μία ακόμη μάχη οπισθοφυλακών, φοβούμενη την αντιπαράθεση με τη ΓΕΝΟΠ και με τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα. Από την άλλη, μπορεί να αξιοποιήσει το Μνημόνιο για να σχεδιάσει το ενεργειακό μέλλον της χώρας. Δική της η απόφαση.
Πηγή kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου