του Ρόλαντ Κούπερς / Project Syndicate
Η Γερμανία μόλις ξεπέρασε το 20% στη συμμετοχή των ΑΠΕ, επιτυγχάνοντας έτσι τον στόχο της για το 2020 οκτώ χρόνια νωρίτερα. Ένα ακόμη όφελος από αυτό είναι ότι στα τέλη της δεκαετίας, ο πλανήτης θα έχει να ευχαριστεί τη Γερμανία για την φθηνή ηλιακή ενέργεια – όχι επειδή εφευρέθηκε εκεί, αλλά επειδή οι πολίτες της πλήρωσαν για την κρίσιμη φάση της μείωσης του κόστους, διευκολύνοντας τη δημιουργία μιας μεγάλης αγοράς.
Η δεκαετής στήριξη των φωτοβολταϊκών στη Γερμανία οδήγησε την καμπύλη κόστους προς τα κάτω με γρήγορα βήματα. Πριν από το 2015 θα φτάσει το σημείο του grid parity για τις ηλιόλουστες χώρες της Νοτίου Αφρικής, της Ελλάδας και του Μεξικού και στη συνέχεια και για την ίδια τη Γερμανία. Δίχως τη δική της ενεργειακή πολιτική, η μείωση του κόστους θα χρειαζόταν πολύ περισσότερο χρόνο για να γίνει.
Η γερμανική πολιτική όμως δεν είναι μονάχα ζήτημα αλτρουισμού. Είναι ένας συνδυασμός σωστής βιομηχανικής πολιτικής και προθυμίας να αναληφθεί το μερίδιο της ευθύνης για τον ευρωπαϊκό στόχο του 2050 όσον αφορά την κλιματική αλλαγή.
Η όλη υπόθεση εξιστορείται ως εξής: «Η Γερμανία επιδότησε τα φ/β επί χρόνια μέσα από τεχνητώς αυξημένες εγγυημένες τιμές. Το αποτέλεσμα ήταν πολλά ηλιακά συστήματα – αρκετά με προέλευση από την Κίνα – σε μια χώρα με λίγο ήλιο, καθώς και 100.000 ακριβές θέσεις εργασίας».
Τα κόστη είναι σίγουρα σημαντικά – υψηλότερα από τα 4 δις ευρώ που δίνονται ετησίως σε επιδοτήσεις προς την πυρηνική βιομηχανία ή τα 2 δις προς τον άνθρακα. Παρόλα αυτά, οι ιστορίες αντανακλούν και το ποιόν αυτού που τις λέει, οπότε ιδού μια εναλλακτική ιστορία: «Αναγνωρίζοντας ότι οι νέες τεχνολογίες απαιτούν στήριξη για να γίνουν ανταγωνιστικές, η Γερμανία εφηύρε ένα σύστημα μειούμενων εγγυημένων τιμών. Και όταν τα φ/β γίνουν ανταγωνιστικά, τότε η Γερμανία θα διαθέτει μια αξιόλογη βιομηχανία. Επίσης, θα έχει συνεισφέρει σημαντικά στην παγκόσμια κοινότητα, πληρώνοντας τον λογαριασμό και για τους άλλους».
Κάποιοι ισχυρίζονται πως οι κυβερνήσεις δεν παίζουν ρόλο στην επιλογή των νικητών και των χαμένων σε μια οικονομία και ότι η αγορά θα πρέπει να αποφασίζει ποιες τεχνολογίες θα πάνε μπροστά στον αγώνα για καθαρή ενέργεια. Η αγορά μπορεί όμως να κάνει τα δικά της μόνο όταν οι επιχειρήσεις είναι αρκετά μεγάλες ώστε να χρηματοδοτήσουν την αρχική καμπύλη ανάπτυξης μιας νέας τεχνολογίας, ώστε αυτή να γίνει ανταγωνιστική και κερδοφόρος.
Η κλίμακα του ενεργειακού συστήματος και ο μακρύς χρόνος που χρειάζεται για την ανάπτυξη μιας νέας τεχνολογίας, καθιστούν την απότομη αλλαγή ασύμβατη με τα βραχυπρόθεσμα συμφέροντα των μετόχων. Κατ’ ελάχιστον, η προσέγγιση με βάση την αγορά θα απαιτούσε την τιμολόγηση του άνθρακα και την διακοπή των επιδοτήσεων στις παλιές πηγές ενέργειας, οι οποίες είναι πλέον ανεπιθύμητες πολιτικά. Ακόμα όμως και με μια καλή τιμή άνθρακα, δεν είναι βέβαιο ότι η αγορά μόνη της θα ενίσχυε αρκετά την καθαρή ενέργεια.
Ο λόγος είναι ότι το κόστος των αγαθών και υπηρεσιών – συμπεριλαμβανομένων των ΑΠΕ – μειώνεται με δύο τρόπους: Με την έρευνα, όπως για παράδειγμα στα φ/β, και οι οριακές βελτιώσεις στον σχεδιασμό, στην επιμελητεία και τη λειτουργία των νέων τεχνολογιών, οι οποίες ενσωματώνονται. Το κόστος των φ/β έχει πέσει κατά 10-20% για κάθε διπλασιασμό της παραγωγής τους. Η τεχνολογία έγινε φθηνότερη μονάχα μέσω της μεγαλύτερης παραγωγής.
Αυτό είναι που αγνοούν οι πολιτικοί, όταν δηλώνουν, όπως ο Ολλανδός πρωθυπουργός, Μαρκ Ρουτ, ότι «οι ανεμογεννήτριες κινούνται με τις επιδοτήσεις». Όπως έδειξε η Γερμανία, οι μειούμενες επιδοτήσεις είναι απαραίτητες για την ανταγωνιστικότητα των νέων τεχνολογιών. Αλλά επειδή τα οφέλη αυξάνονται διεθνώς, η άποψη αυτή μπορεί να «πλασάρεται» δύσκολα στο εσωτερικό, ιδίως αν χρειάζεται μια δεκαετία στήριξης.
Η Γερμανία στην πραγματικότητα δεν είναι μοναδική στη μεσολάβηση για μια νέα ενεργειακή τεχνολογία. Η Βραζιλία έκανε επιτυχώς το ίδιο στην αιθανόλη και η Δανία στα αιολικά. Επίσης, η προσπάθεια της Βρετανίας για τα υπεράκτια αιολικά έχει τη σημασία της σε παγκόσμιο επίπεδο.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΕΑ, τα υπεράκτια αιολικά δεν θα είναι ανταγωνιστικά μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2020. Αλλά η κλίμακα των βρετανικών σχεδίων μπορεί να το αλλάξει αυτό, μεταθέτοντας την ημερομηνία αυτή συντομότερα και δίνοντας στη χώρα ένα πλεονέκτημα. Βεβαίως, τα οφέλη θα εξαπλωθούν πέρα από τη Βρετανία: Η μια χώρα θα επωφεληθεί από την άλλη.
Όταν κάποιος συμφωνήσει να αναλάβει την πρώτη φάση ανάπτυξης μιας νέας ενεργειακής τεχνολογίας, το επόμενο βήμα είναι η επιλογή μιας περιοχής που διαθέτει κάποια εμπειρία. Η Βρετανία ήταν γνωστή για τα ναυπηγεία της και για τους μηχανικούς της και συνεπώς μπορεί να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες στα υπεράκτια αιολικά. Αντίστοιχα, η εμπειρία της Βραζιλίας στις καλλιέργειες και το ιδανικό κλίμα την καθιστούν ηγέτη στην αιθανόλη.
Πολλές άλλες τεχνολογίες αναμένουν αντίστοιχους πρωταθλητές ώστε να επιτύχουν αυτό που μπορούν. Ανάμεσά τους συγκαταλέγονται τα συγκεντρωμένα ηλιοθερμικά ( CSP), η δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα (CCS), τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, τα πράσινα κτίρια και τα βιοκαύσιμα δεύτερης γενιάς.
Οι κυβερνήσεις πρέπει να ερευνήσουν τα οφέλη και τους κινδύνους της κάθε τεχνολογίας, να εκτιμήσουν τα δικά τους πλεονεκτήματα και να λάβουν στρατηγικές, μακροπρόθεσμες αποφάσεις για την ανάληψη μιας εξ αυτών. Σε μια περίοδο οικονομικής ύφεσης, η ανάληψη ενός τέτοιου ρίσκου δεν θα δημιουργήσει μόνο θέσεις εργασίας, αλλά και μεγάλα οικονομικά ανταλλάγματα.
(Ο Ρόλαντ Κούπερς είναι ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και πρώην αντιπρόεδρος της Royal Dutch Shell)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου