Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2010

Οι Προτάσεις του Τάσου Γιαννίτση για να Εισέλθει η Ελλάδα σε Τροχιά Πράσινης Ανάπτυξης

Ομιλία απηύθυνε ο Τάσος Γιαννίτσης, πρόεδρος των ΕΛΠΕ, στα πλαίσια εκδήλωσης του ελληνοαμερικανικού επιμελητηρίου («Η Ώρα της Ελληνικής Οικονομίας»). Είχε την ευκαιρία να μιλήσει για τη διαμόρφωση ενός περιβάλλοντος βιώσιμης ανάπτυξης και για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η προσπάθεια αυτή, καθώς και για τον ρόλο των ορυκτών καυσίμων και τη στρατηγική των ίδιων των ΕΛΠΕ.

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της ομιλίας του κ. Γιαννίτση:

«Κυρίες και κύριοι,

Σήμερα, το ζητούμενο ενός νέου επιχειρηματικού περιβάλλοντος βιώσιμης ανάπτυξης win- win έχει θεμελιακές διαφορές από παλαιότερους προβληματισμούς γύρω από την ανάπτυξη. Θεμελιακές για πολλούς λόγους:

Πρώτον, βρισκόμαστε σε μια φάση μετάβασης υπό χρονική πίεση από ένα αναπτυξιακό υπόδειγμα που για δεκαετίες στηρίχθηκε στο πετρέλαιο, στα πετροχημικά και σε δραστηριότητες έντασης ενέργειας προς ένα νέο υπόδειγμα οικονομικής δραστηριότητας χαμηλού άνθρακα και ρύπων. Στο νέο υπόδειγμα η επιδίωξη είναι, αφ’ ενός η αποσύνδεση της μεγέθυνσης από τη χρήση ορυκτών καυσίμων και εκπομπών CO2 και αφ’ ετέρου η παράλληλη αξιοποίηση των αναπτυξιακών δυνατοτήτων αυτής της αποσύνδεσης. Η μετάβαση των κοινωνιών σε ένα νέο υπόδειγμα δεν είναι κάτι νέο στην ιστορία. Αυτό όμως που σήμερα διαφέρει είναι η πίεση του χρόνου προσαρμογής. Μέσα σε ένα συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα (το 2030 ή το 2050 ή το 2080), πρέπει να πετύχουμε τον μετασχηματισμό μας σε κοινωνίες με βιώσιμο περιβάλλον. Όμως, μέχρι να καθιερωθεί το πετρέλαιο πήρε περίπου 85 χρόνια, το ηλεκτρικό 65 χρόνια, η πληροφορική γύρω στα 70 χρόνια. Μάλιστα, σε αντίθεση με το παρελθόν, όπου η διάχυση κάθε νέας ενεργειακής πρώτης ύλης πλεονεκτούσε απέναντι στην προηγούμενη (το πετρέλαιο απέναντι στον άνθρακα, το ηλεκτρικό απέναντι στο πετρέλαιο), σήμερα οι νέες μορφές ενέργειας δεν προσφέρουν ακόμα ορατά πλεονεκτήματα κόστους απέναντι στις γνωστές θερμικές πηγές. Τη θέση συνεπώς της ιστορικής εξελικτικής διαδικασίας και των άνισων χρόνων προσαρμογής κάθε χώρας ή και επιχείρησης, παίρνει μια διαδικασία, που, μέσα σε ασφυκτικά πλαίσια, μας υποχρεώνει όλους να προχωρήσουμε με πράσινες πολιτικές και, ταυτόχρονα, να μετατρέψουμε τις αλλαγές αυτές σε αναπτυξιακό πλεονέκτημα.

Μια δεύτερη θεμελιακή διαφορά είναι ότι δεν αντιμετωπίζουμε μόνο την περιβαλλοντική κρίση, αλλά περισσότερες ταυτόχρονα. Είμαστε αντιμέτωποι και με:

- Μια βαθύτατη παγκόσμια οικονομική κρίση,

- Μια δυναμική αλλαγή στην αρχιτεκτονική του παγκόσμιου συστήματος,

- Μια ισχυρή ενεργειακή κρίση, που προκύπτει αφ’ ενός από τα αποθέματα και τα προβλήματα των παραδοσιακών ενεργειακών πρώτων υλών, ιδιαίτερα του πετρελαίου, και αφ’ ετέρου από τα κενά σχετικά με τις ύλες που θα το αντικαταστήσουν,

- Μια κρίση αξιών, που απορρέει από το γεγονός, ότι πολλές παραδοχές, πολλά κεκτημένα, αντιλήψεις και κοινωνικοί-πολιτικοί τρόποι λειτουργίας, που χαρακτήριζαν το υπόδειγμα που αφήνουμε πίσω μας, τίθενται πλέον υπό αμφισβήτηση ή και έχουν στην πράξη απαξιωθεί,

Μια τρίτη διαφορά είναι ότι η μετάβαση σε ένα υπόδειγμα πράσινης ανάπτυξης δεν σημαίνει μόνο αλλαγές στην ενέργεια. Σημαίνει και σημαντικές αλλαγές στα καταναλωτικά πρότυπα, στις αντιλήψεις, στον τρόπο οργάνωσης της παραγωγής ή των κατασκευών, στην άσκηση της πολιτικής, στην προώθηση μεταρρυθμίσεων, που πηγαίνουν πολύ πιο πέρα από τις μεταρρυθμίσεις που συνήθως εμφανίζονται στην ατζέντα της πολιτικής. Σημαίνει και τη δημιουργία περιβαλλοντικής συνείδησης και κουλτούρας εξοικονόμησης ενέργειας, δεδομένου ότι η φθηνότερη κιλοβατώρα, με μηδενικό αποτύπωμα άνθρακα, είναι αυτή που μπορεί να εξοικονομηθεί, καθώς έχει μηδενικό κόστος παραγωγής. Όμως, αυτά είναι μακροχρόνιες και δύσκολες κοινωνικές διαδικασίες και αυτό σημαίνει ότι το πολιτικό μάνατζμεντ της μετάβασης δεν σχετίζεται μόνο με τεχνικά, αλλά και με κοινωνικά ζητήματα.

Ένας τέταρτος λόγος, που αφορά ιδιαίτερα τη χώρα μας, είναι ότι ένα σημαντικό τμήμα του ΑΕΠ μας είναι υψηλής έντασης ενέργειας. Έτσι, η άνοδος του κόστους των συμβατικών ή και των νέων μορφών ενεργειακών εισροών, επηρεάζει δυσμενώς την ανταγωνιστική ικανότητα και την ανάπτυξη ενός σημαντικού τμήματος της παραγωγής μας σε σχέση με ανταγωνιστές που έχουν ευνοϊκότερο ενεργειακό πρότυπο. Στη μεταποίηση ιδιαίτερα, το 1/3 της προστιθέμενης αξίας, απαιτεί δαπάνες για ενέργεια ύψους 10% έως 36% της αξίας αυτής.

Διεθνώς, η αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης και η μετάβαση σε υποδείγματα βιώσιμης ανάπτυξης και χαμηλού άνθρακα συντελούνται σήμερα σε τρία επίπεδα:

α) στο επίπεδο των ενεργειακών εισροών, με την ανακάλυψη νέων αποθεμάτων συμβατικών ενεργειακών εισροών, όπως το πετρέλαιο, αλλά με λιγότερο ρυπογόνα τελικά προϊόντα, με την ανάπτυξη της παραγωγής γνωστών πιο καθαρών μορφών ενέργειας όπως το φυσικό αέριο, με τη μορφή εναλλακτικών πηγών ενέργειας, και με την ανακάλυψη μη-συμβατικών ενεργειακών πρώτων υλών,

β) στο επίπεδο της παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών, με στροφή σε κλάδους χαμηλής ενεργειακής έντασης ή ακόμα και με την ανάδειξη νέων κλάδων με αμελητέα ενεργειακή ένταση, όπως η πληροφορική, οι τηλεπικοινωνίες, η νανοτεχνολογία κ.α.,

γ) Στο επίπεδο των μεταβολών και καινοτομιών στις ενεργειακές τεχνολογίες, σε σχέση με τις συμβατικές και τις μη-συμβατικές μορφές ενέργειας, με δυναμικές μεταβολές στις δομές κόστους, με σημαντικές αλλαγές στις τεχνολογίες χρήσης ή/και εξοικονόμησης ενέργειας, καθώς και με την ανάπτυξη καινοτόμων τεχνολογιών που αλλάζουν συνεχώς το ενεργειακό τοπίο.

Έχοντας αναφερθεί στο γενικότερο πρόβλημα, τίθεται το ερώτημα τι ειδικότερα μπορούμε να κάνουμε στη χώρα μας, στο μέσο μιας έντονης κρίσης, για να πετύχουμε ανάπτυξη, και μάλιστα όχι οποιαδήποτε ανάπτυξη, αλλά περιβαλλοντικά βιώσιμη ανάπτυξη; Απαντώντας το ερώτημα αυτό, θα έλεγα με ειλικρίνεια, ότι μια απάντηση δεν είναι εύκολη. Ξέρω όμως, ότι θα έπρεπε να το παλέψουμε και τότε, θα αρχίζαμε να δημιουργούμε υπαρκτές πιθανότητες επιτυχίας. Θα έπρεπε να το παλέψουμε για τρεις τουλάχιστον λόγους:

Πρώτος λόγος, ότι σε φάση ύφεσης και υπερχρέωσης, ανάπτυξη δεν σημαίνει επεκτατική πολιτική και νέα χρέη. Σημαίνει έμφαση στην αύξηση της παραγωγικότητας και στην παραγωγική αναδιάρθρωση. Η φάση μετά την κρίση θα βρει ένα διεθνές σύστημα με πολλές ανακατατάξεις στα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, στην προετοιμασία για την αντιμετώπιση των νέων προκλήσεων. Πού θα είναι τότε η Ελλάδα; Επενδύσεις επικεντρωμένες στην χρήση ενέργειας και περιβαλλοντικών τεχνολογιών προσφέρουν ένα παράθυρο ευκαιρίας. Μπορούν να δώσουν νέα ζωή σε υφιστάμενες παραγωγές, να βελτιώσουν την ποιότητα ζωής και να κάνουν εφικτή την ανάδειξη νέων προϊόντων και υπηρεσιών, με μεγαλύτερα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα από τις σημερινές εξαγωγές μας.

Ένας δεύτερος λόγος είναι ότι οι τομείς της ενέργειας και των βιώσιμων περιβαλλοντικών δραστηριοτήτων θα είναι μεταξύ εκείνων γύρω από τους οποίους, στις επόμενες δεκαετίες θα κριθεί η ιεραρχία της ανταγωνιστικότητας και ανάπτυξης. Η έγκαιρη λήψη θέσης της χώρας μας στα πεδία αυτά θα επιτρέψει να ξεφύγουμε από την μόνιμη καθυστέρηση που παρουσιάζουμε στο πεδίο της ανταγωνιστικότητας και της ποιότητας ζωής.

Τρίτον, νέες ενεργειακές και περιβαλλοντικές τεχνολογίες θα ενσωματώνονται όλο και περισσότερο, οριζόντια, σε όλο το σύστημα παραγωγής και κατανάλωσης. Η δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών κόστους, ποιότητας και αποδεκτών προδιαγραφών για τα προϊόντα μας στις διεθνείς αγορές θα είναι εισιτήριο πρόσβασης σε αυτές.

Έτσι, κατ’ αρχάς, η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να επικεντρωθεί στην επιλεκτική ανάπτυξη ορισμένων εναλλακτικών ενεργειακών τεχνολογιών. Τα επιτυχημένα παραδείγματα χωρών, όπως η Βραζιλία στα βιοκαύσιμα, η Δανία στις αιολικές ενέργειες, η Ισπανία στα φωτοβολταϊκά, δείχνουν, ότι σε μια φάση ισχυρών αλλαγών σε ένα τομέα παραγωγής, όπως σήμερα η ενέργεια, δημιουργούνται παράθυρα ευκαιρίας. Αν μια χώρα θέτει στόχους και επενδύει με έξυπνο τρόπο σε αυτούς, μπορεί να βγει κερδισμένη. Ενδεικτικά, ένα συντονισμένο πρόγραμμα επιστημονικού προσωπικού, ερευνητικών φορέων και της εγχώριας βιομηχανίας, θα μπορούσε να επικεντρωθεί στην ανάπτυξη και παραγωγή:

· Ανεμογεννητριών μικρής ισχύος (μέχρι 50kW),

· Τεχνολογίας ηλιοθερμικών συστημάτων,

· Τεχνολογιών πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών για εφαρμογές ηλεκτροκίνησης και διαχείρισης έξυπνων ηλεκτρικών δικτύων,

· Φωτοβολταϊκών συστημάτων, σε συνεργασία με ξένους κατασκευαστικούς οίκους, με στόχο τον εφοδιασμό της Ελληνικής και της Ευρωπαϊκής αγοράς,

· Προϊόντων με οικολογικό σήμα

· Οικοδομικών υλικών με φιλικές ενεργειακές ή περιβαλλοντικές ιδιότητες.

Αντίστοιχα, η εκμετάλλευση του πλούσιου ενεργειακού δυναμικού της Ελλάδας, μπορεί να βασιστεί στην εγκατάσταση:

· Ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (αιολικά και φωτοβολταϊκά συστήματα) στα νησιά μας, με ταυτόχρονη καλωδιακή διασύνδεσή τους για τη διοχέτευση της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας στην ηπειρωτική χώρα,

· Υβριδικών συστημάτων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε ηλεκτρικά αυτόνομα νησιά, με παράλληλη αποθήκευση ενέργειας καθώς η τεχνολογία αυτή αναμένεται να εξελίσσεται συνεχώς,

· Συστημάτων ενεργειακής διαχείρισης κτιρίων (έξυπνα κτίρια) με σκοπό την εξοικονόμηση ενέργειας.

Στη λογική επίσης της αύξησης της ενεργειακής αποτελεσματικότητας στον τομέα της παραγωγής και της οικιακής χρήσης, ένα πρόγραμμα με κρατική στήριξη και κίνητρα/αντικίνητρα γύρω από τους 4 άξονες ‘ανάκτηση θερμότητας, βελτίωση καύσης, υιοθέτηση νέων διαδικασιών και λειτουργικά μέτρα’, θα μπορούσε να δώσει σημαντικά αποτελέσματα, όπως σε άλλες χώρες.

Κυρίες και κύριοι,

Έχω την τιμή να εκπροσωπώ μια από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις στο χώρο της ενέργειας και θα ήθελα, ολοκληρώνοντας, να αναφερθώ μέσα από 6 σημεία στο πώς εμείς συμβάλλουμε στην επίτευξη συνθηκών win- win για την οικονομία, για την ίδια την επιχείρηση, για τους εργαζόμενούς μας, για το περιβάλλον. Η ΕΛ.ΠΕ. ανήκει στον κλάδο διϋλισης της μεταποίησης. Ο κλάδος μας είναι ο μοναδικός μαζί με τον κλάδο τροφίμων που, διαχρονικά, αύξησε σημαντικά το μερίδιό του στη μεταποιητική παραγωγή της χώρας (από 2,2% το 1974 στο 8% το 2007) και λειτούργησε αντίστροφα προς την τάση αποβιομηχάνισης της οικονομίας μας.

Σήμερα, όλες οι προβλέψεις συγκλίνουν στο ότι παρά την ανάπτυξη των ΑΠΕ, που με αισιόδοξες προβλέψεις μπορούν να πετύχουν grid parity ίσως και μέσα σε έξη-επτά χρόνια, το πετρέλαιο για δεκαετίες θα εξακολουθήσει να έχει κυρίαρχο μερίδιο στις ενεργειακές πρώτες ύλες, ενώ το φυσικό αέριο θα είναι η φθηνότερη και η πιο ασφαλής καθαρή ενέργεια για σημαντικό διάστημα. Όπως είναι ευνόητο, τίθενται ερωτήματα για την ισορροπία μεταξύ των διαφόρων πηγών ενέργειας στη χώρα μας και μεταξύ υφιστάμενων και νέων παικτών στην αγορά ενέργειας.

Η ΕΛ.ΠΕ. μέσα από μια πορεία συνεχούς μετεξέλιξης και επενδύσεων, ακολουθεί μια σταθερή και συνεπή γραμμή στη μεσοπρόθεσμη και στη μακροπρόθεσμη στρατηγική της, με στόχο τη συνεχή μείωση της επιβάρυνσης του περιβάλλοντος από τη δραστηριότητά της, τόσο σε επίπεδο χώρας, όσο και τοπικών περιοχών όπου είναι εγκατεστημένη. Αυτή η συνεχής επένδυση στη μείωση της περιβαλλοντικής επιβάρυνσης περιόρισε σημαντικά το αποτύπωμα ρύπων των διϋλιστηρίων, εξέλιξη που χαρακτήρισε επίσης όλο τον κλάδο στην Ευρώπη και ευρύτερα. Έξη επισημάνσεις γι αυτό:

α) Σε μια περίοδο κρίσης και επενδυτικής καχεξίας η ΕΛ.ΠΕ. είναι επενδυτικός πρωταθλητής. Πραγματοποιούμε επενδύσεις ύψους 1,5 δισεκ. ευρώ σε έργα αναβάθμισης των διυλιστηρίων μας με στόχο την εισαγωγή σύγχρονων τεχνολογιών για την παραγωγή του ίδιου όγκου καυσίμων, αλλά φιλικότερων προς το περιβάλλον και υψηλότερης προστιθέμενης αξίας. Από την μετατροπή αυτή προκύπτει μείωση εκπομπών SO2 από τα παραγόμενα καύσιμα της τάξης των 150.000 τόνων ετησίως.

β) Ως αποτέλεσμα των παραπάνω επενδύσεων και άλλων πρόσφατων επενδύσεων, οι συνολικές εκπομπές SO2 από το έργο διϋλισης της ΕΛΠΕ μειώθηκαν κατά 60% και είναι 65% χαμηλότερες από τα ποσοτικά όρια που έχει καθορίσει η πολιτεία. Παράλληλα, οι εκπομπές ΝΟx παρουσιάζουν διαχρονικά τάση σταθεροποίησης. Επιπρόσθετα, με την ολοκλήρωση του έργου εκσυγχρονισμού στο διυλιστήριο Ελευσίνας θα μειωθούν σημαντικά οι εκπομπές των τοπικών αέριων ρύπων, ήτοι κατά 70% οι εκπομπές SO2, κατά 12% οι εκπομπές NOx και κατά 84% τα αιωρούμενα σωματίδια, ενώ τα επεξεργασμένα υγρά απόβλητα θα έχουν μείωση του όγκου και του ρυπαντικού τους φορτίου κατά 24%. Αντίστοιχα, το έργο στο διυλιστήριο της Θεσσαλονίκης, μειώνει τις τοπικές εκπομπές αερίων ρύπων κατά 55%.

γ) Στον τομέα της εξοικονόμησης ενέργειας, από το 1988 στον Ασπρόπυργο και από το 2007 στη Θεσσαλονίκη, λειτουργούν στα διυλιστήριά μας μονάδες Συμπαραγωγής Ηλεκτρισμού-Θερμότητας, που καλύπτουν το 48% των αναγκών μας και με τις οποίες αποφεύγεται η εκπομπή 330 χιλ. τόνων περίπου CO2 ετησίως.

δ) Στον τομέα των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας η Ελληνικά Πετρέλαια έχει ως στόχο την ανάπτυξη χαρτοφυλακίου ηλεκτροπαραγωγής στα επόμενα χρόνια, που θα συμβάλει και στην εξισορρόπηση του ισοζυγίου εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου σε επίπεδο ομίλου, και, επιπλέον, θα οδηγήσει σε μείωση του αποτυπώματος άνθρακα κατά 250,000-500,000 τόνους ετησίως.

ε) Στον τομέα των βιοκαυσίμων ήδη από το 2006 ο όμιλος δραστηριοποιείται στην εισαγωγή και την εμπορία στην ελληνική αγορά, ενώ διερευνούμε ευκαιρίες στα βιοκαύσιμα 2ης και 3ης γενιάς, με στόχο την εκμετάλλευση των συνεργιών με τη δραστηριότητα της διύλισης και της εμπορίας πετρελαιοειδών.

στ) Τέλος, η Ελληνικά Πετρέλαια αναγνωρίζοντας την ανάγκη για μια συνεχή διαφοροποίηση της θέσης της στον ενεργειακό χώρο, ήδη εξετάζει διάφορα σενάρια για επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες ενέργειας και κίνησης, μέσα στην επόμενη 10ετία, όπως πχ. η ηλεκτροκίνηση, η δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα και η παραγωγή και αποθήκευση υδρογόνου, αξιοποιώντας την τεχνογνωσία της αλλά και τις υφιστάμενες υποδομές μας.

Κυρίες και κύριοι,

Η χώρα έχει να λύσει μια δύσκολη εξίσωση και οι επιχειρήσεις επίσης. Μια στρατηγική win- win θα πετύχει μόνο αν αντιμετωπίσει ταυτόχρονα την οικονομική κρίση, τα ελλείμματά μας και την περιβαλλοντική και ενεργειακή κρίση. Οι αλλαγές στον ενεργειακό και περιβαλλοντικό τομέα έχουν πρωτόγνωρες προεκτάσεις για κάθε σχεδόν πεδίο πολιτικής, κρατικής και επιχειρησιακής, στο εθνικό ή υπερεθνικό επίπεδο. Το συνολικό μίγμα των αλλαγών που θα υιοθετήσουμε στο τρίπτυχο «επιλογή ενεργειακών εισροών-επιλογή παραγωγικού πρότυπου-επιλογή τεχνολογιών» είναι αυτό που θα καθορίσει την εθνική ικανότητά μας να φτάσουμε σε συνθήκες win- win. Στην ουσία, θα φτάσουμε σε συνθήκες win- win, όταν οι ενεργειακές επιλογές μας, πέρα από το win σε περιβαλλοντικούς όρους, οδηγήσουν και σε win σε όρους ανταγωνιστικότητας, ανάπτυξης και απασχόλησης. Αναφέρομαι ειδικά στην ανταγωνιστικότητα, γιατί μετά τα δημοσιονομικά, είναι ο πιο καθοριστικός παράγοντας για την ανάπτυξη, την απασχόληση και την αντιμετώπιση των ελλειμμάτων. Η παγκόσμια μετάβαση σε ένα υπόδειγμα περιβαλλοντικά βιώσιμης ανάπτυξης δίνει τις δυνατότητες σε χώρες που θα κινηθούν γρήγορα και με στόχους, να αξιοποιήσουν πιο νωρίς άλλους διεθνείς καινοτομίες και με αυξημένη ανταγωνιστική ικανότητα να εισδύσουν στη διεθνή αγορά.

Ολοκληρώνοντας, θεωρώ, ότι η επίτευξη όρων win- win, για χώρες όπως η Ελλάδα, θα εξαρτηθεί και από την ικανότητά μας –εννοώ επιχειρήσεων και κράτους- να κινηθούμε σωστό μίγμα επιλογών, με ταχύτητα και ευελιξία.Ταχύτητα αξιοποίησης των ενεργειακών τεχνολογιών, ταχύτητα καινοτόμου εφαρμογής τους σε πολλές διαδικασίες παραγωγής, ταχύτητα τεράστιων κεφαλαιακών επενδύσεων σε νέες αναγκαίες ενεργειακές υποδομές, ταχύτητα ανάδειξης νέων πεδίων παραγωγής, και οπωσδήποτε, ταχύτητα μετάδοσης των νέων γνώσεων στους νέους και τους εργαζόμενους».

Πηγή energia.gr


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου