Όπως αναφέρεται στην σχετική ανακοίνωση των δυο φορέων, «με αφορμή πρόσφατα αβάσιμα δημοσιεύματα, ο Σ.ΒΙ.Β.Ε. και ο Ε.Σ.ΠΑ.Β. ως θεσμικοί εκπρόσωποι του κλάδου παραγωγής ανανεώσιμων καυσίμων, διευκρινίζουν ότι οι ισχυρισμοί περί υψηλών τιμών πώλησης των βιοκαυσίμων είναι αναληθείς και εσκεμμένοι εις βάρος του κλάδου μας. Παροτρύνουμε τους συντάκτες των άρθρων να αναζητήσουν τις « γκρίζες ζώνες» εκεί που πραγματικά υπάρχουν.
Η απορρόφηση των βιοκαυσίμων στο ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας αποτελεί κοινοτική οδηγίαγια την μείωση των ρύπων στις μεταφορές. Η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη, όπως και όλες οι χώρες – μέλη της ΕΕ, να αναμειγνύει βιοκαύσιμα στα καύσιμα κίνησης σε ποσοστό 6,25%, όπως και προδιαγράφεται στους νόμους 3054 / 2002 και 3769/2009. Οι ποσότητες αυτές διοχετεύονται στην αγορά μέσω της υποχρέωσης των διυλιστηρίων να αγοράζουν συγκεκριμένες ποσότητες από παραγωγούς και εισαγωγείς. Έναντι αυτής της υποχρέωσης η Ελλάδα αναμειγνύει περίπου 2%.
Το Υπουργείο ΠΕΚΑ έχει προβεί για το 2010 σε κατανομή 164.000 κυβικών μέτρων αυτούσιου βιοντίζελ. Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τους νόμους, το 2010 κατέθεσαν στο Υπουργείο ΠΕΚΑ φακέλους συμμετοχής 13 εγχώριοι παραγωγοί και 7 εισαγωγείς, οι οποίοι και ανταγωνίστηκαν βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων. Ένα από αυτά τα κριτήρια στοχεύει στην υποστήριξη των ελληνικών ενεργειακών καλλιεργειών. Εξάλλου, η ενίσχυση του αγροτικού εισοδήματος είναι και ένας από βασικούς λόγους για τους οποίους η Ε.Ε. καθιέρωσε την υποχρέωση χρήσης βιοκαυσίμων στα κράτη - μέλη της. Η απόφαση κατανομής ενέκρινε τους 12 εγχώριους παραγωγούς, αλλά και 4 εισαγωγείς, οι οποίοι εσκεμμένα δεν αναφέρονται στα σχετικά άρθρα.
Ο ΣΒΙΒΕ και ο ΕΣΠΑΒ υποστηρίζουν απόλυτα τον αυστηρό έλεγχο τόσο των πραγματικών στρεμμάτων που καλλιεργήθηκαν, όσο και των πραγματικών ποσοτήτων σπόρων που αγοράσθηκαν, κάτι που πράγματι δεν είχε γίνει συστηματικά στο παρελθόν. Αυτόν ακριβώς τον πλημμελή έλεγχο του παρελθόντος προσπαθούν κάποιοι να εκμεταλλευθούν προκειμένου να πλήξουν την εγχώρια βιομηχανία και να στρέψουν την αγορά βιοντίζελ στις εισαγωγές. Καλούμε λοιπόν τις αρμόδιες υπηρεσίες για άμεσους ελέγχους, τόσο των ενεργειακών καλλιεργειών, όσο και των δυναμικοτήτων των μονάδων παραγωγής μας.
Όσον αφορά τις συγκρίσεις τιμών, στην Ευρώπη υπάρχουν πράγματι περιστασιακά, «σποτ» φορτία βιοντίζελ, τα οποία εμφανίζονται κατά καιρούς σε φθηνές τιμές. Αυτά είτε προέρχονται από τις ΗΠΑκαι έχουν τύχει επιδότησης από την κυβέρνηση των ΗΠΑ -και εισάγονται παράνομα στην Ε.Ε., χωρίς να πληρώσουν τον προβλεπόμενο αντισταθμιστικό δασμό, κυρίως μέσω των νεοεισελθέντων κρατών-μελών της Ε.Ε.- είτε φορτία εκτός προδιαγραφών που προσφέρονται σε πολύ χαμηλές τιμές προκειμένου να απαλλαγούν από αυτά οι ιδιοκτήτες τους.
Αυτή την περίοδο, λόγω της αλλαγής των προδιαγραφών του βιοντίζελ από θερινές σε χειμερινές, υπάρχουν τέτοια φορτία «θερινού» βιοντίζελ, που δεν καλύπτουν τις χειμερινές προδιαγραφές και προσφέρονται πολύ φθηνότερα.
Η επιβάρυνση του Έλληνα καταναλωτή από το βιοντίζελ είναι 0,05 ευρώ το λίτρο, σε σχέση με το εισαγόμενο. Οι τιμές αυτούσιου βιοντίζελ διαμορφώνονται από τα ελληνικά διυλιστήρια ύστερα από διαπραγμάτευση με καθέναν από τους παραγωγούς ξεχωριστά, λαμβάνοντας υπόψη το κόστος των πρώτων υλών και το συνεπακόλουθο κόστος παραγωγής.
Δυστυχώς υπάρχουν συγκεκριμένα συμφέροντα που προσπαθούν να εξαφανίσουν την ελληνική βιομηχανία παραγωγής βιοντίζελ, με στόχο την υποκατάσταση του ελληνικού βιοντίζελ με εισαγόμενο και φυσικά την μεγιστοποίηση των κερδών τους. Σε αυτήν την προσπάθεια δεν διστάζουν να διαστρέφουν την πραγματικότητα με κάθε τρόπο.
Ενημερώνουμε, επίσης, ότι εισάγονται στη χώρα σημαντικές ποσότητες ντίζελ, οι οποίες όμως δεν αναμειγνύονται με βιοντίζελ, όπως θα έπρεπε. Επιπρόσθετα, σημειώνουμε ότι από τους 60 συνολικά μήνες που λειτουργεί η αγορά βιοντίζελ στην χώρα μας, τους 25 μήνες οι ελληνικές μονάδες παραγωγής ανανεώσιμων καυσίμων παρέμειναν κλειστές λόγω διαφόρων κωλυμάτων, στρεβλώσεων και γραφειοκρατικών διαδικασιών, ενώ οι απορροφήσεις από τις επίσημες κατανομές σημείωσαν απόκλιση -8 % το 2008, – 26 % το 2009 και ήδη στο 2010 από τον Αύγουστο μέχρι σήμερα υπάρχει απόκλιση της τάξης του -20 με -30 % στις παραδόσεις που αφορούν την εγχώρια παραγωγή.
Πιστεύουμε ότι η απορρόφηση των ελληνικών ενεργειακών καλλιεργειών αποτελεί σημαντικό κομμάτι της ελληνικής αγροτικής οικονομίας, ειδικά σε μια χώρα όπου υπάρχουν πάνω από 4.000.000 στέμματα ακαλλιέργητης αγροτικής γης. Είναι τουλάχιστον ατυχές να διασύρεται κατά αυτόν τον τρόπο ο συγκεκριμένος παραγωγικός κλάδος.
Παρά τα σημαντικότατα προβλήματα και την αρρυθμία που έχουμε αντιμετωπίσει μέχρι σήμερα στον κλάδο, και παρά τη δυσμενή εθνική οικονομική συγκυρία, ο ελληνικός κλάδος παραγωγής ανανεώσιμων καυσίμων ενισχύει άμεσα περισσότερες από 25.000 αγροτικές οικογένειες, δηλαδή περίπου 100.000 κατοίκους αγροτικών περιοχών, καθώς και μια μεγάλη κατηγορία ανθρώπων (γεωπόνοι, μεταφορικές εταιρίες κάθε μορφής, εργοστάσια μετατροπής του σπόρου σε λάδι), λειτουργώντας με χαμηλά περιθώρια κέρδους και σε αντίθεση με τους εισαγωγείς που πολλές φορές εμπορεύονται αμφιβόλου ποιότητας και προελεύσεως προϊόν.
Οι Έλληνες παραγωγοί προσθέτουν αξία σε εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα ελληνικής αγροτικής γης και δεν εξευρωπαΐζουν βιοντίζελ προερχόμενο από κομμένα δάση και περιοχές όπου η καλλιέργεια των πρώτων υλών επιτείνει την τοπική φτώχεια. Αυτό που πρέπει εν τέλει να αποσαφηνισθεί από πλευράς εθνικής στρατηγικής, είναι αν θέλουμε σαν xώρα να έχουμε την δική μας παραγωγή ή να εισάγουμε, στερώντας από τους Έλληνες αγρότες μια από τις ελάχιστες - αν όχι την μοναδική – εναπομένουσες καλλιέργειες που μπορούν να πραγματοποιήσουν με αποδοτικό τρόπο.
Ακόμα πρέπει να διευκρινιστεί, αν στα πλαίσια της πολυσυζητημένης «πράσινης ανάπτυξης» θέλουμε να έχουμε μια βιώσιμη βιομηχανία παραγωγής βιοντίζελ ή να κλείσουμε τις υπάρχουσες μονάδες και να στραφούμε και σε αυτόν τον τομέα σε εισαγωγές, προς όφελος των εισαγωγέων και των μεσαζόντων.
Οποιαδήποτε προσπάθεια υπονόμευσης και περιορισμού της διακίνησης και κατανάλωσης βιοκαυσίμων εμπεριέχει δόλο εναντίον του κλάδου με στόχο τη συρρίκνωσή του, επιχειρώντας την εξασφάλιση μεγαλύτερης απορρόφησης ορυκτών καυσίμων, αδιαφορώντας για τον περιβαλλοντικό αντίκτυπο, την εκπομπή ρυπογόνων αερίων του θερμοκηπίου και την ενεργειακή εξασφάλιση της χώρας μας για το μέλλον, η οποία μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την εύρυθμη και ανεμπόδιστη ανάπτυξη του κλάδου των βιοκαυσίμων.»
Ο ΣΒΙΒΕ και ο ΕΣΠΑΒ υποστηρίζουν απόλυτα τον αυστηρό έλεγχο τόσο των πραγματικών στρεμμάτων που καλλιεργήθηκαν, όσο και των πραγματικών ποσοτήτων σπόρων που αγοράσθηκαν, κάτι που πράγματι δεν είχε γίνει συστηματικά στο παρελθόν. Αυτόν ακριβώς τον πλημμελή έλεγχο του παρελθόντος προσπαθούν κάποιοι να εκμεταλλευθούν προκειμένου να πλήξουν την εγχώρια βιομηχανία και να στρέψουν την αγορά βιοντίζελ στις εισαγωγές. Καλούμε λοιπόν τις αρμόδιες υπηρεσίες για άμεσους ελέγχους, τόσο των ενεργειακών καλλιεργειών, όσο και των δυναμικοτήτων των μονάδων παραγωγής μας.
Όσον αφορά τις συγκρίσεις τιμών, στην Ευρώπη υπάρχουν πράγματι περιστασιακά, «σποτ» φορτία βιοντίζελ, τα οποία εμφανίζονται κατά καιρούς σε φθηνές τιμές. Αυτά είτε προέρχονται από τις ΗΠΑκαι έχουν τύχει επιδότησης από την κυβέρνηση των ΗΠΑ -και εισάγονται παράνομα στην Ε.Ε., χωρίς να πληρώσουν τον προβλεπόμενο αντισταθμιστικό δασμό, κυρίως μέσω των νεοεισελθέντων κρατών-μελών της Ε.Ε.- είτε φορτία εκτός προδιαγραφών που προσφέρονται σε πολύ χαμηλές τιμές προκειμένου να απαλλαγούν από αυτά οι ιδιοκτήτες τους.
Αυτή την περίοδο, λόγω της αλλαγής των προδιαγραφών του βιοντίζελ από θερινές σε χειμερινές, υπάρχουν τέτοια φορτία «θερινού» βιοντίζελ, που δεν καλύπτουν τις χειμερινές προδιαγραφές και προσφέρονται πολύ φθηνότερα.
Η επιβάρυνση του Έλληνα καταναλωτή από το βιοντίζελ είναι 0,05 ευρώ το λίτρο, σε σχέση με το εισαγόμενο. Οι τιμές αυτούσιου βιοντίζελ διαμορφώνονται από τα ελληνικά διυλιστήρια ύστερα από διαπραγμάτευση με καθέναν από τους παραγωγούς ξεχωριστά, λαμβάνοντας υπόψη το κόστος των πρώτων υλών και το συνεπακόλουθο κόστος παραγωγής.
Δυστυχώς υπάρχουν συγκεκριμένα συμφέροντα που προσπαθούν να εξαφανίσουν την ελληνική βιομηχανία παραγωγής βιοντίζελ, με στόχο την υποκατάσταση του ελληνικού βιοντίζελ με εισαγόμενο και φυσικά την μεγιστοποίηση των κερδών τους. Σε αυτήν την προσπάθεια δεν διστάζουν να διαστρέφουν την πραγματικότητα με κάθε τρόπο.
Ενημερώνουμε, επίσης, ότι εισάγονται στη χώρα σημαντικές ποσότητες ντίζελ, οι οποίες όμως δεν αναμειγνύονται με βιοντίζελ, όπως θα έπρεπε. Επιπρόσθετα, σημειώνουμε ότι από τους 60 συνολικά μήνες που λειτουργεί η αγορά βιοντίζελ στην χώρα μας, τους 25 μήνες οι ελληνικές μονάδες παραγωγής ανανεώσιμων καυσίμων παρέμειναν κλειστές λόγω διαφόρων κωλυμάτων, στρεβλώσεων και γραφειοκρατικών διαδικασιών, ενώ οι απορροφήσεις από τις επίσημες κατανομές σημείωσαν απόκλιση -8 % το 2008, – 26 % το 2009 και ήδη στο 2010 από τον Αύγουστο μέχρι σήμερα υπάρχει απόκλιση της τάξης του -20 με -30 % στις παραδόσεις που αφορούν την εγχώρια παραγωγή.
Πιστεύουμε ότι η απορρόφηση των ελληνικών ενεργειακών καλλιεργειών αποτελεί σημαντικό κομμάτι της ελληνικής αγροτικής οικονομίας, ειδικά σε μια χώρα όπου υπάρχουν πάνω από 4.000.000 στέμματα ακαλλιέργητης αγροτικής γης. Είναι τουλάχιστον ατυχές να διασύρεται κατά αυτόν τον τρόπο ο συγκεκριμένος παραγωγικός κλάδος.
Παρά τα σημαντικότατα προβλήματα και την αρρυθμία που έχουμε αντιμετωπίσει μέχρι σήμερα στον κλάδο, και παρά τη δυσμενή εθνική οικονομική συγκυρία, ο ελληνικός κλάδος παραγωγής ανανεώσιμων καυσίμων ενισχύει άμεσα περισσότερες από 25.000 αγροτικές οικογένειες, δηλαδή περίπου 100.000 κατοίκους αγροτικών περιοχών, καθώς και μια μεγάλη κατηγορία ανθρώπων (γεωπόνοι, μεταφορικές εταιρίες κάθε μορφής, εργοστάσια μετατροπής του σπόρου σε λάδι), λειτουργώντας με χαμηλά περιθώρια κέρδους και σε αντίθεση με τους εισαγωγείς που πολλές φορές εμπορεύονται αμφιβόλου ποιότητας και προελεύσεως προϊόν.
Οι Έλληνες παραγωγοί προσθέτουν αξία σε εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα ελληνικής αγροτικής γης και δεν εξευρωπαΐζουν βιοντίζελ προερχόμενο από κομμένα δάση και περιοχές όπου η καλλιέργεια των πρώτων υλών επιτείνει την τοπική φτώχεια. Αυτό που πρέπει εν τέλει να αποσαφηνισθεί από πλευράς εθνικής στρατηγικής, είναι αν θέλουμε σαν xώρα να έχουμε την δική μας παραγωγή ή να εισάγουμε, στερώντας από τους Έλληνες αγρότες μια από τις ελάχιστες - αν όχι την μοναδική – εναπομένουσες καλλιέργειες που μπορούν να πραγματοποιήσουν με αποδοτικό τρόπο.
Ακόμα πρέπει να διευκρινιστεί, αν στα πλαίσια της πολυσυζητημένης «πράσινης ανάπτυξης» θέλουμε να έχουμε μια βιώσιμη βιομηχανία παραγωγής βιοντίζελ ή να κλείσουμε τις υπάρχουσες μονάδες και να στραφούμε και σε αυτόν τον τομέα σε εισαγωγές, προς όφελος των εισαγωγέων και των μεσαζόντων.
Οποιαδήποτε προσπάθεια υπονόμευσης και περιορισμού της διακίνησης και κατανάλωσης βιοκαυσίμων εμπεριέχει δόλο εναντίον του κλάδου με στόχο τη συρρίκνωσή του, επιχειρώντας την εξασφάλιση μεγαλύτερης απορρόφησης ορυκτών καυσίμων, αδιαφορώντας για τον περιβαλλοντικό αντίκτυπο, την εκπομπή ρυπογόνων αερίων του θερμοκηπίου και την ενεργειακή εξασφάλιση της χώρας μας για το μέλλον, η οποία μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την εύρυθμη και ανεμπόδιστη ανάπτυξη του κλάδου των βιοκαυσίμων.»
Πηγή euro2day.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου