Την επιβολή «πράσινων» φόρων ή την μετατροπή κάποιων σε τέτοιους ζητά στην έκθεσή της η Τράπεζα της Ελλάδος. Συγκεκριμένα, επισημαίνει ότι υπάρχουν ορισμένοι φόροι που μπορούν να συμπεριληφθούν στην κατηγορία των περιβαλλοντικών φόρων, με κυριότερο τον φόρο στα καύσιμα, ενώ ακολουθούν τα τέλη κυκλοφορίας των οχημάτων, το τέλος για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας που εισπράττεται μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ, καθώς και το «πράσινο τέλος» που επιβάλλεται για την «τακτοποίηση» αυθαίρετων και κλειστών ημιυπαίθριων χώρων. Για τη φορολογία καυσίμων σημειώνει ότι, μέσα στο 2010 σημειώθηκαν τρεις αυξήσεις και, ειδικότερα, ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης στη βενζίνη και στο πετρέλαιο κίνησης που αυξήθηκαν κατά 29,3% και 16,6% αντίστοιχα. Σχετικά με τα περιβαλλοντικά τέλη στα οχήματα, επισημαίνεται ότι τροποποιήθηκαν βάσει κυβισμού και παλαιότητας, έτσι ώστε να επιβαρύνονται λιγότερο τα μικρότερου κυβισμού αυτοκίνητα και περισσότερο τα αυτοκίνητα μεγάλου κυβισμού, που είναι και πιο ενεργοβόρα.
Τέλος, σημειώνει ότι στον φορολογικό νόμο (Ν. 3842/2010) προβλέπονται κίνητρα για τη στήριξη δράσεων προστασίας του περιβάλλοντος. Ειδικότερα, δίνεται επιστροφή φόρου 10% σε επιλέξιμες δαπάνες για παρεμβάσεις εξοικονόμησης ενέργειας στα κτίρια, έπειτα από διεξαγωγή ενεργειακής επιθεώρησης.
Το γενικό συμπέρασμα της ΤτΕ είναι ότι οι περιβαλλοντικοί φόροι στην Ελλάδα είναι σε χαμηλά επίπεδα σε σχέση με την υπόλοιπη ΕΕ, παρά την παγκόσμια ευαισθητοποίηση σε σχέση με το περιβάλλον. Μάλιστα, καταγράφουν πτωτική πορεία την τελευταία 15ετία. Συγκεκριμένα, τα έσοδα που προέρχονται από αυτή την πηγή ανέρχονται στο 2% του ΑΕΠ (στοιχεία 2008) έναντι 3,1% το 1995, ενώ ως ποσοστό επί του συνόλου των κρατικών πόρων διαμορφώνονται στο 6% από 10,7% 13 χρόνια νωρίτερα. Τα ποσοστά αυτά είναι από τα μικρότερα που καταγράφονται εντός της ΕΕ με τον μέσο όρο στις 27 χώρες-μέλη της να ανέρχεται σε 2,4% και 6,1% αντίστοιχα. Οπως επισημαίνει η Τράπεζα της Ελλάδος στην Ενδιάμεση Εκθεση για τη νομισματική πολιτική, για τις περισσότερες χώρες η ποσοστιαία συμμετοχή των πράσινων φόρων κυμαίνεται μεταξύ 2% και 3% του ΑΕΠ. Μόλις σε τέσσερις χώρες τα επίπεδα διαμορφώνονται κάτω του 2%, ενώ σε άλλες τέσσερις είναι ίσα ή υψηλότερα του 3,5%. Ειδικότερα, το 2008 η Δανία αντιπροσωπεύει το υψηλότερο ποσοστό (5,7%), ακολουθούμενη από την Ολλανδία (3,9%), ενώ τα χαμηλότερα ποσοστά σημειώνονται στην Ισπανία (1,6%), στη Λιθουανία (1,7%), στη Ρουμανία (1,8%) και στη Λετονία (1,9%).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου