Πολλοί παράγοντες ήσαν υπεύθυνοι για τη βιομηχανική επανάσταση. Ομως, η χρήση ορυκτών καυσίμων ήταν σαφώς ζωτική για την επίτευξη δραστικών αλλαγών στους δείκτες οικονομικής ανάπτυξης και αύξησης του πληθυσμού. Η σημερινή αύξηση του κόστους εξόρυξης αυτών των καυσίμων θα πρέπει, επομένως, να προκαλέσει σοβαρές ανησυχίες.
Ως τον 18ο αιώνα, η παραγωγή περιοριζόταν από τη σωματική δύναμη που μπορούσαν να ασκήσουν οι άνθρωποι (και τα εξημερωμένα ζώα) και από εκείνη των ξύλων που μπορούσαν να κόψουν οι άνθρωποι. Τα ορυκτά καύσιμα έδωσαν τεράστια ώθηση στην παραγωγικότητα. Σε πρόσφατο άρθρο του, ο πρώην δημοσιογράφος του Economist, Ματ Ρίντλι, επισημαίνει τη σημασία του λιθάνθρακα στη συντήρηση της βιομηχανικής επανάστασης. «Τα ορυκτά καύσιμα ήταν η μοναδική πηγή ενέργειας με μη συρρικνούμενη απόδοση», γράφει. «Εντελώς αντίθετα από το ξύλο, το νερό και τον άνεμο, όσο περισσότερα εξορύσσονταν τόσο φθηνότερα γίνονταν». Αλλο ένα πλεονέκτημα ήταν η αφθονία των αποθεμάτων λιθάνθρακα. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του κ. Ρίντλι, ώς το 1930, η Βρετανία κατανάλωνε λιθάνθρακα με ετήσια παραγωγή ενέργειας αντίστοιχη σε 15 εκατ. εκτάρια δάσους, έκταση τριπλάσια της Ουαλλίας.
Τον 20ό αιώνα, το πετρέλαιο αντικατέστησε τον λιθάνθρακα ως φθηνότερο καύσιμο. Η εξέλιξη έφερε ραγδαίες αλλαγές, ιδίως στις μεταφορές. Σκεφθείτε πόσο μεγάλο μέρος της καθημερινής σας δραστηριότητας στηρίζεται στην ενέργεια – η μεταφορά στον χώρο εργασίας, η θέρμανση και ο φωτισμός σπιτιού και γραφείου, ο χάλυβας και τα τούβλα για την κατασκευή αμφοτέρων, το κόστος μεταφοράς των τροφίμων σας στο σούπερ μάρκετ (και η απαιτούμενη ενέργεια για το μαγείρεμά τους) κ.ο.κ. Ηταν απολύτως φυσιολογικό να εκμεταλλευθεί η ανθρωπότητα πρώτα τις φθηνότερες πηγές ενέργειας, όπως τα εύκολα στην άντληση πετρελαϊκά κοιτάσματα της Σαουδικής Αραβίας. Το πρόβλημα σήμερα δεν είναι πως εξαντλείται η παγκόσμια ενέργεια, αλλά ότι οι νέες πηγές είναι πιο κοστοβόρες.
Το ζήτημα είναι να επιτευχθεί «ενεργειακή απόδοση επί της ενεργειακής επένδυσης». Αναλυτές εκτιμούν ότι το πετρέλαιο που ανακαλύφθηκε τη δεκαετία του ’70 απέδωσε περίπου 30 μονάδες ενέργειας για κάθε μονάδα επένδυσης. Πολύ χαμηλότερα, δηλαδή, από τις αποδόσεις του πετρελαίου που ανακαλύφθηκε τη δεκαετία του ’30, ήτοι σχεδόν 100:1. Τα σημερινά ευρήματα πετρελαίου και φυσικού αερίου, όπως τα υποθαλάσσια κοιτάσματα, μπορεί να προσφέρουν απόδοση 16-20:1. Η απόδοση πηγών όπως οι πετρελαιοφόρες άμμοι και τα βιοκαύσιμα όπως η αιθανόλη είναι μονοψήφια.
Αναλυτής της UBS υποστηρίζει ότι παγκοσμίως, ο λόγος ενεργειακής απόδοσης/ενεργειακής επένδυσης ανέρχεται περίπου στο 20, κάτι που σημαίνει ότι η ενέργεια καταλαμβάνει περί το 4% - 5% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Ο ίδιος αναλυτής θεωρεί ότι ο λόγος μπορεί να υποχωρήσει στο 5 μέσα στην ερχόμενη δεκαετία, κάτι που σημαίνει ότι το μερίδιο της ενέργειας επί του ΑΕΠ μπορεί να τετραπλασιασθεί. Αυτή η πρόβλεψη είναι προφανώς πολύ ακραία. Ωστόσο, η κατεύθυνση της αλλαγής μοιάζει σαφής. Αν ο κόσμος ήταν ένας επιχειρηματικός κολοσσός, η απόδοσή του επί του κεφαλαίου θα μειωνόταν.
Η πρώτη μεγάλη πετρελαϊκή κρίση ξέσπασε τη δεκαετία του ’70, όταν το εμπάργκο εξαγωγών του ΟΠΕΚ ακολούθησε ο στασιμοπληθωρισμός. Ως τη δεκαετία του ’90, με το πετρέλαιο στα 10 δολάρια το βαρέλι, η οικονομική επίπτωση του κόστους των καυσίμων ήταν υποτιμημένη. Η εκτίναξη της τιμής του αργού στα 147 δολάρια το βαρέλι, τον Ιούλιο του 2008, αναμφίβολα έπαιξε ρόλο στην παρούσα ύφεση, ενεργώντας ως φόρος που εκαλούντο να πληρώσουν οι Δυτικοί καταναλωτές σε εποχή κατά την οποία η εμπιστοσύνη ήταν ήδη χαμηλή. Η άνοδος των ενεργειακών τιμών πυροδοτήθηκε, ωστόσο, από τη ζήτηση. Μια εκτίναξη λόγω του κόστους της εξόρυξης θα ήταν αρνητικό σοκ παραγωγικότητας για την παγκόσμια οικονομία. Το πρόβλημα θα ήταν ιδιαίτερα οξύ στην Ευρώπη, που αντιμετωπίζει και σημαντικές δημογραφικές πιέσεις. Μέσα στην ερχόμενη δεκαετία θα υπάρξει μείωση του αριθμού των ατόμων παραγωγικής ηλικίας (15-64) στη Γαλλία, την Ιταλία και τη Γερμανία. Αν οι εργαζόμενοι είναι λιγότεροι, τότε η αύξηση του ΑΕΠ θα εξαρτάται από τις βελτιώσεις στην παραγωγικότητα.
Είναι πιθανό να αναπτυχθεί κάποια νέα πηγή φθηνής και άφθονης ενέργειας – το κόστος των ηλιακών πάνελ μπορεί να μειωθεί δραστικά, για παράδειγμα. Οι ίδιες υψηλές τιμές ενέργειας που μπορούν να καταπνίξουν την οικονομική δραστηριότητα θα έχουν αποτέλεσμα να τονωθούν οι επενδύσεις σε εναλλακτικές πηγές. Ομως, και πάλι θα υπάρξει μια άβολα μακρά περίοδος κατά την οποία ο κόσμος θα πρέπει να μάθει να ζει με το υψηλό ενεργειακό κόστος.
(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 30/10/2010)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου