Ο διευθύνων σύμβουλος της ασφαλιστικής εταιρείας Lloyds προειδοποιεί ότι ο πλανήτης αντιμετωπίζει μια «περίοδο βαθιάς αβεβαιότητας» σχετικά με την παραγωγή ορυκτών καυσίμων και ότι σύντομα μπορεί να προκύψουν τιμές 200 δολαρίων ανά βαρέλι πετρελαίου.
Οι δηλώσεις αυτές φιλοξενήθηκαν σε έκθεση της Lloyds, όπου αναφέρεται πως η πρόβλεψη μπορεί να φαίνεται ακόμα μακρινή, αλλά οι επιχειρήσεις καλά θα κάνουν να προετοιμαστούν για «δραματικές αλλαγές» ενόσω το πετρέλαιο, το αέριο και ο λιγνίτης θα γίνονται λιγότερο αξιόπιστες και πιο ακριβές πηγές ενέργειας.
Ο τίτλος της έκθεσης είναι «Αειφόρος Ενεργειακή Ανεξαρτησία: Οι Στρατηγικοί Κίνδυνοι και οι Ευκαιρίες για τις Επιχειρήσεις». Πάνω από όλα, παροτρύνει τις εταιρείες να στραφούν προς την οικονομία χαμηλού άνθρακα, καθώς σε διαφορετική περίπτωση θα βρεθούν αντιμέτωπες με την καταστροφή. Η εκπόνηση της έκθεσης έγινε σε συνεργασία με το πρώην Βασιλικό Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων και νυν Chatham House, μια δεξαμενή σκέψης με επιρροή στη Βρετανία.
Σε αντίθεση με άλλες αντίστοιχες μελέτες, οι συντάκτες αποφεύγουν να τοποθετήσουν χρονικά την έναρξη της κρίσης στην παγκόσμια αγορά της ενέργειας. Επίσης, αποφεύγουν επιμελώς να αναφερθούν στο “ peak oil”, μιλώντας αντί αυτού για «έλλειψη» και «πιέσεις στην παραγωγή».
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι προβλέψεις για την τιμή του βαρελιού: «Οι διεθνείς τιμές αναμένεται να αυξηθούν βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα, εξαιτίας του κόστους της νέας παραγωγής από ‘δύσκολες’ πηγές, όπως σε μεγάλα βάθη στη θάλασσα. Η μεσοπρόθεσμη κρίση θα είναι το αποτέλεσμα των ελλιπών επενδύσεων στην παραγωγή και της ανάκαμψης της ζήτησης διεθνώς. Η συνεπαγόμενη έκρηξη της τιμής θα οδηγήσει τα κράτη σε μέτρα για τη μείωση της εξάρτησής τους».
Επίσης, ως βασικός παράγοντας στην άνοδο της τιμής των ορυκτών καυσίμων αναγνωρίζεται και ο φόρος άνθρακα και το κόστος που προκύπτει από αντίστοιχα μέτρα. Τέλος, η μελέτη αναφέρει μια μεγάλη σειρά από επιρροές στη διεθνή αγορά, όπως το ατύχημα στον Κόλπο του Μεξικού, ο ρόλος του αερίου ως μεταβατικό καύσιμο και οι ανερχόμενες αγορές της Ανατολής.
Ένα ενδιαφέρον παράδειγμα αναφέρεται για την επίδραση του πετρελαίου στην οικονομία: Τον Σεπτέμβριο του 2000 πραγματοποιήθηκαν κινητοποιήσεις στη Βρετανία κατά του φόρου στα καύσιμα. Οι αγρότες και οι οδηγοί μεταφορών έστησαν οδοφράγματα στα πρατήρια όλης της χώρας, διακόπτοντας τις προμήθειες βενζίνης.
Καθώς τα σούπερ-μάρκετ διατηρούν στα ράφια τους προϊόντα με μικρή διάρκεια μόνο για 2-3 ημέρες, η διακοπή αυτή στα καύσιμα μπορεί να επηρεάσει σοβαρά τη λειτουργία τους. Στη Βρετανία αντιμετώπισαν φαινόμενα πανικού, καθώς τα αποθέματα τροφίμων εξαντλούνταν αμέσως και κατέφυγαν σε τακτικές με τη χρήση δελτίων. Οι επιχειρήσεις εκείνες που προετοιμάζουν και μεταφέρουν τα αγαθά στα καταστήματα ήταν ιδιαίτερα ευάλωτες στην διακοπή τροφοδοσίας με καύσιμα.
Η διοίκηση της αλυσίδας σούπερ-μάρκετ Sainsbury’ s απευθύνθηκε στον πρωθυπουργό, λέγοντας ότι η κρίση στα καύσιμα απειλούσε τα αποθέματα τροφίμων και ότι τα καταστήματα θα ξέμεναν σε μερικές ημέρες. Διαταράξεις αυτού του είδους επίσης επηρεάζουν τη μεταφορά των αγαθών στις αγορές και οι υψηλές ενεργειακές τιμές ωθούν προς τα επάνω τις τιμές των βασικών αγαθών, όπως ακριβώς έγινε και το 2008.
Συμπερασματικά, η μελέτη καταλήγει στο ότι είναι πιθανή μια έλλειψη πετρελαίου βραχυπρόθεσμα-μεσοπρόθεσμα με σοβαρές επιπτώσεις.Οι επιχειρήσεις μπορούν να επωφεληθούν από τη διαπίστωση αυτή και να αναλάβουν τις κατάλληλες δράσεις.Επίσης, η ενεργειακή υποδομή θα είναι όλο και πιο ευάλωτη σε απρόσμενα καιρικά φαινόμενα λόγω της Κλιματικής Αλλαγής, με αποτέλεσμα τη διαταραχή της παραγωγής. Πρόκειται για μια πρόκληση για τους ομίλους του κλάδου, οι οποίοι θα πρέπει να ενδυναμώσουν τις εν λόγω εγκαταστάσεις. Τέλος, οι κλάδοι εκείνοι που στηρίζονται ιδιαίτερα στην αδιάλειπτη παροχή ενέργειας, θα πρέπει να επενδύσουν σε εναλλακτικές πηγές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου