Παρουσιάστηκε χθες η μελέτη του ΙΟΒΕ με τίτλο: «Μακροχρόνιες Ενεργειακές Προοπτικές: Οι Προκλήσεις για τον Ενεργειακό Τομέα στην Ελλάδα με ορίζοντα το 2050», που εκπονήθηκε σε συνεργασία με το Εργαστήριο Ενέργειας – Οικονομίας – Περιβάλλοντος του Εθνικού Μετσόβιου Πανεπιστημίου (ΕΜΠ). Κοινός τόπος των συμμετεχόντων ήταν ότι ο στόχος για το 2020 δεν επαρκεί όσον αφορά τις ΑΠΕ, αντιθέτως μάλιστα πρέπει να δοθεί ακόμη μεγαλύτερη ώθηση ώστε να γίνει η ελληνική οικονομία μια οικονομία μηδενικού άνθρακα ως το 2050. Χαρακτηριστικό είναι άλλωστε ότι η μελέτη προβλέπει διείσδυση των ΑΠΕ σε ποσοστό 66% στην ηλεκτροπαραγωγή ως το 2030, σε ένα από τα πιο ρεαλιστικά της σενάρια.
Αρχικά, ο κ. Στουρνάρας αναφέρθηκε στα εμπόδια που παρουσιάζονται για την εκπόνηση ενός μακροχρόνιου ενεργειακού σχεδιασμού και υπογράμμισε τη σημασία της μελέτης ως εργαλείο για την πολιτική ηγεσία του τόπου. Στη συνέχεια, ο υπουργός ΠΕΚΑ, κ. Γ. Παπακωνσταντίνου, δήλωσε ότι η περίοδος κρίσης που διανύουμε είναι ακριβώς η πιο πρόσφορη στιγμή για να σχεδιάσει μια ώριμη κοινωνία το ενεργειακό της μέλλον. Παράλληλα, ο υπουργός έδωσε έμφαση στις αρετές που έχει το νέο νομοσχέδιο για την αγορά ενέργειας, το οποίο προβλέπει ισχυροποίηση της ΡΑΕ, αλλά και αυξημένη προστασία του καταναλωτή. Επίσης, ο κ. Παπακωνσταντίνου χαρακτήρισε ως μεταβατικό τον χαρακτήρα της επιλογής της κυβέρνησης για τον διαχειριστή του ηλεκτρικού συστήματος, γεγονός που δεν αποκλείει περαιτέρω εξελίξεις σε μεγάλο βάθος χρόνου.
Εν συνεχεία, ο καθηγητής Π. Κάπρος του ΕΜΠ και βασικός ερευνητής της μελέτης, ανέλυσε τα αντικείμενα που πραγματεύεται αυτή και παρουσίασε εκτενώς τα τρία διαφορετικά σενάρια. Πρόκειται για ένα σενάριο τύπουbusiness as usual, ένα με βάση τις σημερινές επιλογές μόνο και άλλο ένα που προβλέπει σημαντική μείωση των εκπομπών. Κλειδί, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι η αποδέσμευση της μεγέθυνσης του ΑΕΠ από την αύξηση των εκπομπών στη χώρα μας, ώστε να προχωρήσουμε σε ένα ενεργειακά και κλιματικά αειφόρο μέλλον. Επίσης, ιδιαίτερη είναι η σημασιά της εξοικονόμησης ενέργειας, σύμφωνα με τους συντάκτες.
Ένα ενδιαφέρον στοιχείο στη μελέτη, είναι ότι διερευνήθηκαν ακόμα και οι προοπτικές για ανάπτυξη της πυρηνικής ενέργειας στη χώρα μας, αλλά τελικά κρίνεται ως ασύμφορη λόγω του υψηλού της αρχικού κόστους, αλλά και των γεωγραφικών περιορισμών. Αντιθέτως, «γρίφο» αποτελεί η τεχνολογία τουCCS , η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει στη συνεχιζόμενη χρήση του λιγνίτη στο μέλλον, εφόσον όμως ωριμάσει και μειωθεί το κόστος της.
Όσον αφορά τις ΑΠΕ, το σενάριο που δίνει έμφαση σε αυτές, δίχως CCS και πυρηνικά, προβλέπει συμμετοχή τους στην ηλεκτροπαραγωγή σε ποσοστό 66% ως το 2030 και κατά 82% ως το 2050, ένα δείγμα του προς τα που πρόκειται να κινηθεί η οικονομία μας μακροχρόνια. Σημαντικό σε όλες τις προσπάθειες όμως είναι να δημιουργηθεί ελληνική προστιθέμενη αξία, μέσω της συμμετοχής εγχώριων επιχειρήσεων και στην παραγωγική διαδικασία.
Εκτός από τον κ. Κάπρο, ενδιαφέρον είχε και η ομιλία του κ. Α. Καλλιτσάντση, προέδρου του ΕΣΑΗ, ο οποίος χαρακτήρισε ως απειλή το υψηλό κόστος χρηματοδότησης που επωμίζονται οι επιχειρήσεις του κλάδου σήμερα. Με θετικά λόγια εκφράστηκε και ο Δρ. Ι. Δεσύπρης, πρόεδρος του ΙΕΝΕ, για τη μελέτη, σχολιάζοντας ότι είναι η πρώτη φορά που εκπονείται μια έρευνα βασισμένη στους στόχους της Κλιματικής Αλλαγής.
Τέλος, ο κ. Ρ. Μωυσής, αντιπρόεδρος του ΙΟΒΕ, ανέφερε αρκετές ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες, έκδηλες των προκλήσεων που ανοίγονται μπροστάς μας. Ολοκλήρωσε λέγοντας ότι το ατύχημα της Φουκουσίμα και η απαξίωση της πυρηνικής ενέργειας στην πραγματικότητα βλάπτουν το περιβάλλον, αφού η χαμένη ισχύς θα πρέπει να καλυφθεί στην παρούσα φάση από λιγνιτικούς σταθμούς ή άλλες ρυπογόνες πηγές ενέργειας.
Τα κύρια συμπεράσματα της μελέτης έχουν ως εξής:
- Η τρέχουσα πολιτική, η οποία αποτυπώνεται στο Σενάριο Αναφοράς της μελέτης, επιφέρει σημαντικές αλλαγές μέχρι το 2020, ενισχύοντας τις ΑΠΕ και προωθώντας την εξοικονόμηση ενέργειας.
- Το μερίδιο των ΑΠΕ στην Ηλεκτροπαραγωγή πλησιάζει το 40% το 2020, ενώ το μερίδιο του λιγνίτη περιορίζεται στο 1/3 το 2020 και στο 10% το 2040, έναντι 60% το 2005.
- Θα απαιτηθούν σημαντικές επενδύσεις σε υποδομές δικτύων και σε υποδομές εξισορρόπησης φορτίου στην ηλεκτροπαραγωγή.
- Παρά την εντυπωσιακή πρόοδο μέχρι το 2020 σχετικά με τις εκπομπές, η τρέχουσα πολιτική δεν επαρκεί για να οδηγηθεί το σύστημα στο απαιτούμενο επίπεδο χαμηλών εκπομπών μετά το 2020.
- Οι τιμές και το κόστος της ενέργειας αυξάνονται σημαντικά, συγκριτικά με τα σημερινά επίπεδα, κυρίως λόγω των πληρωμών αγοράς δικαιωμάτων εκπομπών από το ETS αλλά και λόγω του επιπλέον κόστους των αλλαγών.
- Η ηλεκτρική ενέργεια θα διαδραματίσει κομβικό ρόλο στη μετάβαση προς οικονομία χαμηλών εκπομπών και πρέπει να απαλλαγεί από εκπομπές ώστε να υποκαταστήσει ορυκτά καύσιμα σε όλους τους τομείς της ζήτησης ενέργειας.
- Η μέγιστη δυνατή ανάπτυξη των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή είναι τεχνικά εφικτή, και μάλιστα με συμμετοχή στοχαστικών ΑΠΕ άνω του 60%. Θα απαιτηθούν συστήματα αποθήκευσης και μονάδες επικουρικών υπηρεσιών. Πρόκειται για πρωτοφανή τεχνική πρόκληση που πρέπει να μελετηθεί περαιτέρω.
- Η ηλεκτροπαραγωγή χωρίς εκπομπές αλλά με ελεγχόμενη λειτουργία και παραγωγή φορτίου βάσης θα είναι ευεργετική για το σύστημα, για το κόστος, για την ενεργοβόρο βιομηχανία αλλά και για τις εξηλεκτρισμένες μεταφορές.
- Η τεχνολογία CCS παρέχει τα οφέλη αυτά και επιτρέπει τη συνέχιση της εκμετάλλευσης των λιγνιτών, εφόσον όμως λυθεί το πρόβλημα της γεωλογικής αποθήκευσης (ή εξαγωγής σε άλλες χώρες) του CO2. Η τεχνολογία CCS πρέπει να μελετηθεί περαιτέρω με προοπτική εφαρμογών μετά το 2025.
- Η πυρηνική τεχνολογία θα είναι ιδιαίτερα ακριβή για τα ελληνικά δεδομένα, η τυχόν ανάπτυξή της προσδιορίζεται για την περίοδο μετά το 2030 και τα οφέλη είναι πολύ μικρά, τόσο για το κόστος όσο και για τη μείωση των εκπομπών.
- Η πορεία προς μεγιστοποίηση της ανάπτυξης ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή είναι επομένως ενδεδειγμένη. Εάν η τεχνολογία CCS επιτύχει, τότε το μελλοντικό σύστημα κυρίως με ΑΠΕ και συνεισφορά του CCS είναι απολύτως βέλτιστο.
- Το φυσικό αέριο είναι το στρατηγικό καύσιμο της μεσοχρόνιας προοπτικής για την ηλεκτροπαραγωγή, γιατί εξισορροπεί την παραγωγή από ΑΠΕ και έχει χαμηλές εκπομπές ανά παραγόμενη kWh.
- Η αγορά φυσικού αερίου πρέπει να διασφαλίσει απρόσκοπτη παροχή σε ανταγωνιστικές τιμές καθώς και ευελιξία. Η ανάπτυξη μέσω σταθμών υγροποιημένου αερίου προσφέρεται για το σκοπό αυτό.
- Η ανάλυση κατέδειξε ότι η μετεξέλιξη του ενεργειακού συστήματος προς την οικονομία χαμηλών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου θα χρειασθεί μεγάλης έκτασης επενδύσεις σε όλους τους τομείς της ζήτησης ενέργειας, στην ηλεκτροπαραγωγή και στις δικτυακές υποδομές.
- Παρά τη μείωση του λειτουργικού κόστους, οι δαπάνες εκ μέρους των καταναλωτών για τις ενεργειακές υπηρεσίες θα αυξηθούν εφόσον η εξυπηρέτηση κεφαλαίου συνυπολογισθεί στο κόστος. Επιπλέον οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας θα αυξηθούν σημαντικά από τα σημερινά επίπεδα, κυρίως μέχρι το 2020 στο πλαίσιο της εφαρμογής του μηχανισμού ETS αλλά και μακροχρόνια με βραδύτερους ρυθμούς.
- Το επιπλέον κόστος των ενεργειακών υπηρεσιών αντιστοιχεί σε δαπάνες για αγαθά και υπηρεσίες που σε σημαντικό ποσοστό θα παράγονται εγχωρίως και έτσι θα αποτελέσουν παράγοντα ανάπτυξης της οικονομικής δραστηριότητας και της απασχόλησης. Η μετάβαση προς μία οικονομία χαμηλών εκπομπών μπορεί να αποτελέσει ευκαιρία νέας ανάπτυξης.
- Δεν θα έχουν όλες οι κοινωνικές ομάδες (και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις) τη δυνατότητα πληρωμών για κεφαλαιουχικές δαπάνες και για ακριβότερη ενέργεια. Ο κίνδυνος «ενεργειακής φτώχειας» θα είναι πιο αυξημένος στο πλαίσιο της πορείας προς την οικονομία χαμηλών εκπομπών.
- Είναι επομένως αναγκαίο να εφαρμοσθούν σε μεγαλύτερη κλίμακα μηχανισμοί καθολικής υπηρεσίας και παροχής κοινωνικών υπηρεσιών, καθώς και ενισχύσεις για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Πηγή energia.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου