Καθώς ημέρα με την ημέρα βαθαίνει η ύφεση στην οικονομία, με τα τελευταία στοιχεία του ΚΕΠΕ να δείχνουν ότι η συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας για το 2011 θα ξεπεράσει κάθε πρόβλεψη φθάνοντας στο -4,43%, οι επιπτώσεις στην διάθεση και κατανάλωση ενέργειας είναι εξ ίσου αρνητικές. Παράγοντες του κλάδου των πετρελαιοειδών ομιλούν για μία πρωτοφανή πτώση της κατανάλωσης κατά 15% μέσο όρο το Α’ εξάμηνο σε σύγκριση με την ίδια περίοδο πέρυσι ενώ και στην ηλεκτρική ενέργεια σύμφωνα με στοιχεία του ΔΕΣΜΗΕ η κατανάλωση τον μήνα Ιούνιο κινήθηκε και αυτή πτωτικά κάνοντας κυριολεκτικά βουτιά κατά -8,07% σε σύγκριση με τον προηγούμενο μήνα (κυρίως λόγω της απεργίας της ΓΕΝΟΠ) ενώ το Α’ εξάμηνο σημειώθηκε συνολική πτώση στο -2,34% σε σύγκριση με την ίδια περίοδο πέρυσι.
Παράλληλα η κυβέρνηση προωθεί με μεγάλη καθυστέρηση, και υπό την αφόρητη πίεση των Βρυξελλών, βασικές αλλαγές στον τομέα του ηλεκτρισμού και του φυσικού αερίου, το περίφημο τρίτο ενεργειακό πακέτο, με την προώθηση σχετικού νομοσχεδίου ενώ ταυτόχρονα ανοίγει και το κεφάλαιο των αποκρατικοποιήσεων σε όλο το ενεργειακό φάσμα, κάτι που αποτελεί σαφή και αδιαπραγμάτευτη δέσμευση του πρόσφατα ψηφισθέντος από την Βουλή Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος. ΔΕΗ, ΕΛΠΕ, ΔΕΠΑ και ΔΕΣΦΑ σε μεγαλύτερο η μικρότερο βαθμό επηρεάζονται όλες από το εν λόγω πρόγραμμα με μεγάλο ποσοστό των μετοχών τους να πωλούνται είτε μέσω χρηματιστηρίου είτε με απευθείας διαπραγματεύσεις σε ενδιαφερόμενους επενδυτές. Ο στόχος είναι διττός. Αφ’ ενός μεν να εξασφαλιστούν χρήματα, που υπολογίζονται στα 2,5 δις. περίπου, που θα εισρεύσουν κατευθείαν στο ειδικό Ταμείο (fund) για την μείωση του δυσθεώρητου δημοσίου χρέους (υπολογίζεται ότι έχει ξεπεράσει πλέον τα 350 δις. ευρώ), και αφ’ ετέρου με την εκχώρηση του management σε ανεξάρτητες διοικήσεις, που θα εκπροσωπούν κυρίως τα συμφέροντα των μετόχων, να επιτευχθεί περαιτέρω εξορθολογισμός στην λειτουργία των επιχειρήσεων, και να πραγματοποιηθούν επενδύσεις με στόχο την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.
Εάν επέλθουν τελικά οι απαραίτητες νομικές ρυθμίσεις του 3ου Ενεργειακού Πακέτου, πραγματοποιηθεί ο προβλεπόμενος ουσιαστικός διαχωρισμός της ΔΕΗ (το γνωστό unbundling), ξεκινήσει επιτέλους η εκμετάλλευση του λιγνιτωρυχείου της Βεύης, δοθεί πρόσβαση στους ανεξάρτητους παραγωγούς στην παραγόμενη από λιγνίτες ηλεκτρική ενέργεια, επιταχυνθεί το επενδυτικό πρόγραμμα της ΔΕΗ (βλέπε Πτολεμαΐδα V, μεγάλα υδροηλεκτρικά, κ.λπ.) προχωρήσει η κατασκευή των νέων αγωγών και των δικτύων φυσικού αερίου (βλέπε νέες ΕΠΑ), εξευρεθούν οι πόροι για την κατασκευή των νέων ηλεκτρικών δικτύων και διασυνδέσεων με την συμμετοχή ιδιωτών (απαραίτητη προϋπόθεση για την περαιτέρω ανάπτυξη των ΑΠΕ) και συνεχισθούν απρόσκοπτα οι πληρωμές προς τους παραγωγούς ΑΠΕ, βάσει των σημερινών FIT’s, τότε σε ένα χρόνο από σήμερα θα πρέπει να ομιλούμε για μία εντελώς διαφορετική αγορά ενέργειας από πλευράς οργάνωσης και λειτουργίας και με επενδύσεις δισεκατομμυρίων να ευρίσκονται σε στάδιο τελικού σχεδιασμού ή και υλοποίησης.
Βέβαια η αγορά από μόνη της, και ιδίως οι πολλές και μικρές σχετικά επενδύσεις των ΑΠΕ, δεν πρόκειται να επανακινηθεί μόνο και μόνο επειδή θα τακτοποιηθούν νομικές εκκρεμότητες ετών ή θα αλλάξουν οι διοικήσεις ορισμένων μεγάλων εταιρειών. Απαιτούνται συνδυαστικά μέτρα τα οποία θα πρέπει να στοχεύσουν στην περαιτέρω εκλογίκευση και απλοποίηση του δαιδαλώδους αδειοδοτικού πλαισίου και κυρίως στην παροχή φορολογικών κινήτρων. Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι αυτό που κλόνισε περισσότερο παντός άλλου την εμπιστοσύνη προς την ελληνική οικονομία ήταν η απαράδεκτη φορολογική πολιτική της Κυβερνήσεως. Ήταν σαν να ήθελε να διώξει από την Ελλάδα τους επενδυτές, τους καταθέτες και τους πάσης φύσεως επιχειρηματίες. Εν τούτοις:
Πρώτη προϋπόθεση για να διενεργηθούν επενδύσεις σε μία χώρα είναι να υπάρχει σταθερό φορολογικό πλαίσιο. Να γνωρίζει ο επενδυτής πως ότι ισχύει σήμερα, θα ισχύει αύριο και μεθαύριο. Αντ’ αυτού, η Κυβέρνηση μέσα σε ένα 20μηνο έφερε προς ψήφιση περίπου δέκα φορολογικά νομοσχέδια που το ένα αναιρούσε το άλλο. Και η φορολογία διαρκώς ηυξάνετο.
Δεύτερη προϋπόθεση, εξ ίσου σημαντική, είναι η ανταγωνιστικότης της φορολογίας. Όταν τα γειτονικά μας κράτη φορολογούν τα επιχειρηματικά κέρδη με συντελεστές 10% έως 12%, το ανώτατο όριο φορολογίας που μπορούμε εμείς να επιβάλουμε για να είμαστε ανταγωνιστικοί είναι 15%. Αντ’ αυτού η σημερινή Κυβέρνηση που παρέλαβε τον σχετικό συντελεστή στο 25%, τον ανέβασε στο 45% και ήδη με την τελευταία έκτακτη εισφορά τον έφθασε στο 50%. Ποιος λοιπόν να επενδύσει στην Ελλάδα;
Πέρα από το φορολογικό και τα άλλα αντικίνητρα τίθεται ασφαλώς και ένα πλέον ουσιαστικό ερώτημα. Πώς εν μέσω μιας σφοδρής οικονομικής κρίσης όπως είναι η σημερινή, με την κατάρρευση της ενεργειακής αγοράς από πλευράς ζήτησης και κατανάλωσης, μπορούμε να αποβλέπουμε σε μία ανάκαμψη που να δικαιολογεί τις προτεινόμενες σημαντικές επενδύσεις; Σύμφωνα με τα στοιχεία της μόλις εκδοθείσας μελέτης του ΙΕΝΕ για την Ν.Α. Ευρώπη, το «S.E. Europe Energy Outlook» οι συνολικές ενεργειακές επενδύσεις στην Ελλάδα (για όλη την γκάμα των εφαρμογών) μέχρι το 2020 εκτιμώνται στα 35,0 δις. ευρώ (και σε 240 δις. ευρώ για όλες τις 12 χώρες της περιοχής) υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι θα υπάρξει μία σχετική ανάκαμψη της οικονομίας και ότι δεν θα παραμείνουμε σε αρνητικούς ρυθμούς μετά το 2012/2013.
Η απάντηση στο άνω ερώτημα και με δεδομένη την φύση του ενεργειακού τομέα ασφαλώς δεν μπορεί να είναι μονοδιάστατη για τον απλούστατο λόγο ότι συνήθως δεν υπάρχει συγχρονισμός – όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά διεθνώς – μεταξύ της τρέχουσας κατάστασης στην ενεργειακή ζήτηση και κατανάλωση και μελλοντικών επενδύσεων, οι οποίες ως γνωστό βασίζονται στην ανάγνωση και ερμηνεία των μακροπρόθεσμων τάσεων και προοπτικών. Για αυτό και η διατύπωση και θεσμοθέτηση (που δυστυχώς δεν υπάρχει) ενός μακροχρόνιου εθνικού ενεργειακού σχεδιασμού έχει τόσο μεγάλη σημασία. Υπό αυτή την έννοια η σημερινή οικονομική κρίση μόνο ως ευκαιρία για λειτουργική αναδιάταξη και επανεξέταση στόχων και προγραμμάτων μπορεί να θεωρηθεί.
Ακόμη η κρίση μπορεί να βοηθήσει για την χάραξη μίας νέας εθνικής ενεργειακής στρατηγικής με στόχο την εκμετάλλευση μέχρι σήμερα αναξιοποίητων φυσικών πόρων πέρα των γνωστών ΑΠΕ (π.χ. κοιτάσματα υδρογονανθράκων, ουράνιο, γεωθερμία, βιομάζα) αλλά και την επανατοποθέτηση σε γεωπολιτικό επίπεδο λαμβάνοντας υπ’ όψη το συγκριτικό γεωγραφικό πλεονέκτημα της χώρας. Αυτό συνίσταται στην δυνατότητα που ήδη σήμερα προσφέρει η χώρα, και αύριο πολύ περισσότερο (με την ολοκλήρωση σειράς βασικών έργων υποδομών που ήδη προγραμματίζονται – δηλαδή Ελληνοβουλγαρικός αγωγός αερίου, υπόγεια δεξαμενή αερίου στον Πρίνο, τερματικό LNG στην Αλεξανδρούπολη) για την δημιουργία νέων ενεργειακών πυλών (για πετρέλαιο, φυσικό αέριο και ηλεκτρισμό) που θα εξυπηρετούν τις ανάγκες των βορείων γειτόνων μας.
Πηγή energia.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου